Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2 περ. γ και 12 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, ΦΕΚ 97 Α), συνάγεται ότι η τελευταία αυτή διάταξη, που προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 3659/2008, αποδίδει τη γενική αρχή ότι η εκδίκαση διαφοράς από ανώτερο σε βαθμό Δικαστήριο δεν αποτελεί λόγο εξαφάνισης της απόφασης (πρβλ. ΣτΕ σε συμβούλιο 85/2014, ΣτΕ 3022/1979), που έχει συμπεριληφθεί πολλάκις σε δικονομικές νομοθετικές ρυθμίσεις (άρθρο 47 ΚΠολΔικ, άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4125/1960 (Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, άρθρο 34 παρ. 1 τελ. εδάφιο του Ν. 1968/1991). Ως εκ του δικαιολογητικού λόγου της ρύθμισης αυτής, ο οποίος έγκειται στην έλλειψη ανάγκης δικαστικής προστασίας στην περίπτωση που η υπόθεση δικάστηκε από δικαστήριο αναρμόδιο μεν, το οποίο συγκεντρώνει όμως κατά τεκμήριο περισσότερες εγγυήσεις ορθοκρισίας (ΑΠ 935/2013), η εκδίκαση υπόθεσης από διοικητικό δικαστήριο με μείζονα σύνθεση, αντί του κατά νόμο αρμοδίου με ελάσσονα σύνθεση, σε περίπτωση που αυτή εκ παραδρομής εισήχθη ενώπιόν του, δεν συνιστά σφάλμα της απόφασης που πρόκειται να εκδοθεί δυνάμενο να προβληθεί είτε με λόγο έφεσης είτε με λόγο αναίρεσης (ΣτΕ 4923/2014) και άρα να ελεγχθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, και συνεπώς καθίσταται σαφές ότι γίνεται ανεκτή από το νομοθέτη, καθόσον μάλιστα εναρμονίζεται πλήρως προς το πνεύμα και το σκοπό των ρυθμίσεων του ν. 3659/2008 για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και συνάδει με τις αρχές της οικονομίας της δίκης (πρβλ. ΣτΕ 1479/2015, 1360/2015, 4745/2014, 4542/2014 κ.α.), ενώ παράλληλα δεν περιαίρεται ο γενικός δικονομικός κανόνας κατανομής της αρμοδιότητας μεταξύ μονομελούς και τριμελούς σύνθεσης (δοθέντος ότι εξ ορισμού πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις), λαμβανομένου υπόψη ότι η παραπομπή, εν προκειμένω, της διαφοράς στο αρμόδιο δικαστήριο ελάσσονος σύνθεσης συνεπάγεται καθυστέρηση εκδίκασης και έκδοσης απόφασης για ουδόλως ευκαταφρόνητο χρονικό διάστημα και επιβάρυνση του φόρτου εργασίας του δικαστηρίου και επιπλέον διενέργεια εκ νέου των απαιτούμενων διαδικαστικών ενεργειών (εγγραφή σε πινάκιο, νέες κλητεύσεις των διαδίκων) και εν γένει πρόσθετο φόρτο εργασίας των δικαστικών υπαλλήλων. Τούτο δε ανεξαρτήτως εάν συντρέχει λόγος εκ παραδρομής παράβλεψης της αρμοδιότητας ή αμφιβολίας λόγω της αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, η δε αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3659/2008 των συγκεκριμένων αιτιών εισαγωγής της ρύθμισης αφορά το συνήθως συμβαίνον και δεν τις καθιστά προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων να απαιτείται για την εφαρμογή τους, καθώς αν ήθελε κάτι τέτοιο ο νομοθέτης θα το όριζε ρητά. Αν και κατά τη γνώμη μέλους της σύνθεσης, η κρινόμενη υπόθεση θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Λάρισας, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο [άρθρα 6 παρ. 2 εδ. γ΄ και 7 παρ. 1 του ΚΔΔ, σε συνδυασμό με την καταργηθείσα εξαίρεση του άρθρου 6 παρ. 4 αυτού]. Τούτο δε διότι, η ανωτέρω πρόβλεψη της νέας παρ. 4 του άρθρου 12 (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3659/2008) συνιστά απλώς και μόνο λόγο άρσης του εκκλητού της δικαστικής απόφασης, σε περίπτωση που η υπόθεση εκδικαστεί από Δικαστήριο μείζονας σύνθεσης. Δεν μεταβάλλει όμως, ούτε και θα μπορούσε άλλωστε, τους γενικούς κανόνες καθ’ ύλην αρμοδιότητας μεταξύ των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, οι οποίοι εξάλλου έχουν συνταγματική κατοχύρωση, μέσω της αρχής του φυσικού δικαστή (άρθρο 8 του Συντάγματος) και εκδηλώνονται δικονομικά δια του άρθρου 9 του ΚΔΔ («Δεν είναι δυνατή η παρέκταση κανενός είδους αρμοδιότητας ακόμη και αν προς τούτο συμφωνούν ή δεν αντιλέγουν οι διάδικοι»). Περαιτέρω, όπως είναι παγκοίνως γνωστό, σύμφωνα με τις αρχές της τυπικής λογικής αλλά και τις γενικές μεθόδους ερμηνείας του δικαίου, η εξαίρεση από έναν κανόνα, και δη νομικό, όπως εν προκειμένω (ήτοι, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων), πρέπει να προβλέπεται πάντοτε ρητά και κατηγορηματικά, είτε στο ίδιο το κείμενο, είτε στην αιτιολογική έκθεση του οικείου νόμου και ποτέ δεν μπορεί να συναχθεί εμμέσως από τη σιωπή του νομοθέτη και για άλλες περιπτώσεις, μη σαφώς κατονομαζόμενες, ούτε αφορά το συνήθως συμβαίνον, αλλά αποκλειστικά αυτό και μόνον αυτό που θέλησε ο νομοθέτης και έτερο ουδέν. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση της αιτιολογικής έκθεσης του άρθρου 3 του ν. 3659/2008, οι λόγοι διακράτησης μιας υπόθεσης από δικαστήριο μείζονας σύνθεσης είναι περιοριστικά και μόνο δύο (2), ήτοι η παραδρομή, ή η αμφιβολία ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, πλην όμως ουδείς εξ αυτών συντρέχει στη συγκεκριμένη υπόθεση, καθόσον: Α] Η ήδη μειοψηφούσα άποψη επεσήμανε εγκαίρως το ζήτημα και, επομένως, δεν τίθεται θέμα παραδρομής και Β] Το αντικείμενο της διαφοράς είναι σαφώς χρηματικό, μέχρι 60.000 ευρώ (συγκεκριμένα δε 9.385,31 ευρώ). Επιπροσθέτως, οι λόγοι αποφυγής στην καθυστέρηση εκδίκασης, έκδοσης απόφασης και επιβάρυνσης του φόρτου εργασίας του δικαστηρίου, δια της επιπλέον εκ νέου διενέργειας των απαιτούμενων διαδικαστικών ενεργειών (εγγραφή σε πινάκιο, νέες κλητεύσεις των διαδίκων) και εν γένει πρόσθετου φόρτου εργασίας των δικαστικών υπαλλήλων, που επικαλείται ως άνω η πλειοψηφούσα γνώμη, εκτός του ότι δεν περιλαμβάνονται στις ρητά κατονομαζόμενες από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3659/2008 παραπάνω εξαιρέσεις, δεν θα μπορούσαν άλλωστε σε καμία περίπτωση να υπερισχύσουν της, έχουσας συνταγματική περιωπή κατά τα προεκτεθέντα, αρχής του φυσικού δικαστή. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, ότι δηλαδή είναι δικονομικώς επιτρεπτή η διακράτηση υπόθεσης από δικαστήριο τριμελούς σύνθεσης, ενώ αυτή ανήκει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα μονομελούς σύνθεσης, και για άλλους λόγους, μη ρητά κατονομαζόμενους στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 3 του ν. 3659/2008, θα οδηγούσε κατ’ αποτέλεσμα στην εκδίκαση σωρείας υποθέσεων από την τριμελή σύνθεση, με βάση το τυχαίο, συμπτωματικό και αποσπασματικό κριτήριο του αρχικού Δικαστηρίου, προς το οποίο απηύθυναν κατά την κατάθεση το εκάστοτε κρινόμενο ένδικο βοήθημα οι ίδιοι οι διάδικοι, όπως εν προκειμένω [βλ. την προμετωπίδα του εισαγωγικού δικογράφου, όπου το προσφεύγον Ίδρυμα απευθύνεται προς το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Λάρισας, καθώς και την 301/18.6.2013 πράξη κατάθεσης], καταργώντας όμως ουσιαστικά κατ’ αυτόν τον τρόπο την υποχρέωση του Δικαστηρίου να ελέγχει αυτεπαγγέλτως την αρμοδιότητά του (άρθρο 12 παρ. 1 του ΚΔΔ), αλλά και να αποτρέπει την παρέκτασή της (άρθρο 9 του ΚΔΔ). Πολλώ δε μάλλον, λαμβανομένου υπόψη ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση πρόκειται περί ενδοστρεφούς δίκης επί ασφαλιστικής υπόθεσης, γεγονός που συνεπάγεται ότι ουδείς κίνδυνος ανακύπτει για τον ιδιώτη διάδικο (καθού), από την παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο Δικαστήριο, διότι: 1] Η προσβαλλόμενη απόφαση της ΤΔΕ, η οποία τον δικαιώνει προς ώρας, απαλλάσσοντάς τον από την υποχρέωση να καταβάλλει το διεκδικούμενο ποσό, καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, μέχρις ότου η υπόθεσή του δικαστεί και εκδοθεί οριστική απόφαση και 2] Ο ίδιος έχει τη δικονομική δυνατότητα να παρασταθεί και να υπογράψει αυτοπροσώπως το τυχόν υπόμνημά του (βλ. αντιστοίχως άρθρα 27 παρ. 2 εδ. β΄ και 45 παρ. 5 του ΚΔΔ), είτε ενώπιον μονομελούς, είτε ενώπιον τριμελούς σύνθεσης. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη μειοψηφούσα άποψη, ουδείς λόγος διακράτησης της κρινόμενης υπόθεσης από την παρούσα σύνθεση συντρέχει εν προκειμένω.