Απόφαση 930/2019 ΙΙ Τμήματος Ελεγκτικού Συνεδρίου-Αντισυνταγματική η ένταξη των συνταξιούχων του Δημοσίου στον ΕΦΚΑ.

Πηγή: ethemis

Σχετικά με το ζήτημα της παθητικής νομιμοποίησης του Δημοσίου, το Τμήμα έκρινε ότι ενόψει του συνταγματικά κατοχυρωμένου ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, της εκ του Συντάγματος εγγυητικής θέσης του Δημοσίου σ’ αυτό, της σαφούς συνταγματικής του διάκρισης, ως συνταξιοδοτικού φορέα, από τους κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος φορείς κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 51, 53 και 70 του ν. 4387/2016, συνάγεται ότι ο ΕΦΚΑ δεν συνιστά οιονεί καθολικό διάδοχο του Δημοσίου, ούτε συνεχίζει τις σχετικές δίκες αυτού. Αντίθετη εκδοχή θα αντέβαινε στις συνταγματικά κατοχυρωμένες και διατρέχουσες την ΕΣΔΑ αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας, σε σχέση με την ταυτότητα του πραγματικού οφειλέτη και υπόχρεου προς ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων. Μεταξύ δε του Ελληνικού Δημοσίου και του ΕΦΚΑ ιδρύεται παθητική εις ολόκληρον ενοχή.

Το Τμήμα έκρινε ότι ο συνταγματικός νομοθέτης έχει επιφυλάξει διαχρονικά ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους δημοσίους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς που συνδέονται με ειδική νομική σχέση με το Κράτος, ερειδόμενο επί της αρχής ότι το Κράτος, λόγω της αποστολής του, δεν αποτελεί έναν κοινό εργοδότη και για το λόγο αυτό υπάγει τις σχέσεις του με τα όργανά του σε ιδιάζον μονομερώς θεσπιζόμενο νομικό καθεστώς. Τούτο δεν αναιρεί την ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να μεταβάλλει για το μέλλον το μισθολογικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων  λειτουργών, υπαλλήλων  και στρατιωτικών, δοθέντος ότι δεν κατοχυρώνεται ούτε από την εθνική ούτε από την διεθνή έννομη τάξη δικαίωμα σε αποδοχές ή συντάξεις συγκεκριμένου ύψους. Η ρυθμιστική, όμως, αυτή επέμβαση του νομοθέτη δεν δύναται να θίγει, ούτε το ιδιαίτερο μισθολογικό και συνταξιοδοτικό  καθεστώς κάθε κατηγορίας λειτουργών και υπαλλήλων του Κράτους, αλλά ούτε και να παραβιάζει την αρχή της εύλογης αναλογίας αποδοχών ενεργείας και συντάξεων.

Ειδικότερα, η λειτουργία  της σύνταξης, ως στοιχείου της ειδικής νομικής σχέσης των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών με το Κράτος και ως συνέχεια των αποδοχών ενεργείας τους, που συνιστά και τον πυρήνα της οργάνωσης και λειτουργίας του ειδικού συνταξιοδοτικού τους συστήματος, σαφώς διακρίνεται από τις παροχές που καταβάλλονται στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης. Παρά ταύτα με το ν. 4387/2016 ιδρύθηκε Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) στον οποίο υπάγονται όλες οι κατηγορίες απασχολουμένων και συνταξιούχων, ανεξαρτήτως απασχόλησης ή ιδιότητας, και δη τόσο οι λειτουργοί και υπάλληλοι του Δημοσίου και οι στρατιωτικοί, όσο και οι απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα με ενιαίους, για όλους τους απασχολουμένους, κανόνες υπολογισμού των εισφορών και των παροχών, μέσω της θέσπισης του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης.

Το ΙΙ Τμήμα, λαμβάνοντας υπόψιν και τα Πρακτικά της 1ης Ειδικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 20.4.2016, ήτοι της γνωμοδότησης επί του οικείου νομοσχεδίου, έκρινε τα κατωτέρω:

Δεν νοείται η διαρθρωτική ένταξη του ειδικού συνταξιοδοτικού συστήματος των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα και η πλήρης οργανωτική και λειτουργική ταύτιση της σύνταξης με τις αντίστοιχες κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, καθόσον δεν συνάδει με την κατά το Σύνταγμα διακριτή λειτουργία των συστημάτων αυτών και συνιστά ευθεία παραβίαση και αναίρεση της πρακτικής αποτελεσματικότητας τόσο των οικείων συνταγματικών ρυθμίσεων, από τις οποίες απορρέει η θεσμική αυτή εγγύηση του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος, κατ’ άρθρα 16,  21 παρ. 3, 22 παρ. 2, 23 παρ. 2 εδ. β,  45, 73 παρ. 2, 80,  87 επ., 103 και 104  του Συντάγματος, όσο και της ίδιας της αρχής ισότητας, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που απαγορεύει την αυθαίρετη εξομοίωση ανόμοιων καταστάσεων.

Σε καμία μάλιστα περίπτωση δεν παρίσταται συνταγματικά θεμιτή, ενόψει των προεκτεθέντων άρθρων του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις κατ’ άρθρα 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 δ και  4 του Συντάγματος  αρχές, η κατά παράβαση του ίδιου του Συντάγματος θεσμική αλλοίωση του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών με την ενσωμάτωσή του στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, προκειμένου για λόγους αμιγώς δημοσιονομικούς να συμβάλλει διά του μηχανισμού των εισφορών στη βιωσιμότητα του συστήματος αυτού με το οποίο δεν συνδέεται εκ του Συντάγματος, ούτε είναι συνταγματικά επιτρεπτό να συνδεθεί δια νόμου, υποκαθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αφενός την υποχρέωση συμβολής στη βιωσιμότητα του εν λόγω συστήματος όσων μετέχουν σ’ αυτό και αφετέρου την εγγυητική ευθύνη του ίδιου του Κράτους σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος.

Περαιτέρω, η ένταξη στον ΕΦΚΑ όσων εξ αυτών έχουν ήδη προσληφθεί με τη ιδιότητα αυτή και έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του Δημοσίου, καθώς και κατά μείζονα λόγο όσων έχουν ήδη θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης ή είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί από το Δημόσιο κατά τη θέση σε ισχύ του ν. 4387/2016, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Και τούτο διότι επέρχεται  αιφνίδια μεταβολή ουσιώδους στοιχείου της ήδη διαμορφωμένης νομικής και πραγματικής κατάστασης των προσώπων αυτών, στη διατήρηση των οποίων είχαν δικαιολογημένα αποβλέψει, και δη του συνταξιοδοτικού καθεστώτος με τα  χαρακτηριστικά του συστήματος επαγγελματικής ασφάλισης στο οποίο υπάγονται, που, άλλωστε, αποτελεί ένα εκ των ουσιωδών κριτηρίων και για την κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος επιλογή επαγγέλματος.

Ο κοινός νομοθέτης προβαίνει ακόμα σε μια αθέμιτη διάκριση, καθότι τη στιγμή που για τον κύριο κορμό των εντασσομένων στο συνταξιοδοτικό σύστημα του Δημοσίου κατηγοριών, επέρχεται με τις διατάξεις του ν. 4387/2016 εκ βάθρων αλλοίωση του συνταξιοδοτικού τους καθεστώτος, δευτερεύουσες κατηγορίες υπαγομένων στο ίδιο ειδικό συνταξιοδοτικό σύστημα διατηρούν τις εγγυήσεις του ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος, χωρίς να υφίσταται αποχρών λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί μία τέτοια διαφοροποίηση.

Ακολούθως, με τη μεταφορά αμιγών οργανωτικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στο εν λόγω ειδικό συνταξιοδοτικό σύστημα (σχηματισμός ενιαίου ασφαλιστικού κεφαλαίου, υπαγωγή στους κινδύνους του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, τριμερής χρηματοδότηση του συστήματος), παρακάμπτεται η συνταγματική θεσμική εγγύηση του ειδικού συνταξιοδοτικού συστήματος των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών και παραβιάζονται τόσο οι συνταγματικές διατάξεις που την κατοχυρώνουν όσο και η αρχή της αναλογικής ισότητας.

Στο ίδιο πλαίσιο και οι συντάξεις, ήτοι οι παροχές που καταβάλλονται από τον ΕΦΚΑ στους δημοσίους λειτουργούς, αποτελούμενες αφενός μεν από την εθνική σύνταξη, ως παροχή προνοιακού χαρακτήρα ενσωματωμένη στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, αφετέρου δε από την  ανταποδοτική σύνταξη, ως γνήσια ασφαλιστική παροχή, και για τους δημοσίους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς, καθ’ υποκατάσταση της σύνταξης που κατ’ αρχήν καταβάλλεται από το Δημόσιο Ταμείο, επιφέρουν ρωγμή στην νομικά προκαθορισμένη συνταγματική έννοια της «σύνταξης». Η τελευταία χαρακτηρίζεται  ως η ισόβια εκείνη περιοδική παροχή, που κατ’ αρχήν καταβάλλεται από το Δημόσιο Ταμείο ή από άλλον ειδικά συνεστημένο προς τούτο ανάδοχο φορέα, υπό την πλήρη εγγύηση του Δημοσίου και υπό μορφή συνέχειας των αποδοχών ενεργείας.

Πέραν δε της θεσμικής αλλοίωσης της λειτουργίας της «σύνταξης» των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, ως συνέχειας των αποδοχών τους, με την υπαγωγή της κατηγορίας αυτής στο καθεστώς του ν. 4387/2016, οι ρυθμίσεις του οποίου, αναφορικά με τον προσδιορισμό της συνταξιοδοτικής παροχής τους, συναρτώνται μόνο με το μέσο όρο των συντάξιμων αποδοχών τους καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου, πλήττεται η συνταγματική αρχή της ιδιαίτερης συνταξιοδοτικής μεταχείρισής τους που επιβάλλει τον προσδιορισμό του συντάξιμου μισθού τους σε συνάρτηση με τις αποδοχές ενεργού υπηρεσίας τους κατά το δυνατόν εγγύτερα στο χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία (αρχή εύλογης αναλογίας), ανάλογα με την υπηρεσιακή κατάσταση κατά το χρόνο συνταξιοδότησής τους, και τη διατήρηση των υφιστάμενων διαφοροποιήσεων, ανά κλάδο, βαθμό και έτη υπηρεσίας, στις συντάξιμες αποδοχές τους.

Σε κάθε περίπτωση, στις μελέτες που ελήφθησαν υπόψη κατά την έκδοση του νόμου δεν εκτιμάται το ύψος των επερχομένων μεταβολών στο ύψος των δημοσίων συντάξεων. Για την εκτίμηση αυτή απαιτείται η αναφορά και άλλων στοιχείων, πέραν του ποσοστού αναπλήρωσης και του ύψους της εθνικής σύνταξης, όπως η εκτίμηση του ύψους των ληπτέων υπόψη συντάξιμων αποδοχών και η σύγκρισή τους με τις συντάξιμες αποδοχές που προβλέπονταν στον Συνταξιοδοτικό Κώδικα, το ύψος των συντάξεων κατά τον χρόνο θέσης σε ισχύ του ν. 4387/2016 και έναρξης ισχύος των επιμέρους διατάξεών του, το σωρευτικό αποτέλεσμα των βαρών που επιβλήθηκαν στις συντάξεις του Δημοσίου, καθ’ όλη τη διάρκεια της δημοσιονομικής προσαρμογής, τα οποία δεν αναφέρονται. Τα ανωτέρω έχουν ως συνέπεια ότι καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος των επιπτώσεων του νόμου στις συντάξεις των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών και του βαθμού συμβολής τους στη βιωσιμότητα του συστήματος, κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου, της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της ισότητας στα δημόσια βάρη. Εξ άλλου, με τις διατάξεις του  άρθρου 6, με το οποίο καθορίζεται ο τρόπος κανονισμού των συντάξεων του Δημοσίου, σύμφωνα με το τυχαίο ημερολογιακό κριτήριο της έναρξης ισχύος του νόμου, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν το νομοθετικό καθεστώς υπό το οποίο θεμελίωσε δικαίωμα σύνταξης ο  δικαιούχος και, χωρίς, να εκτιμηθεί κατά τα ανωτέρω η επιβάρυνση των συντάξεων από την εφαρμογή του νέου συστήματος, παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Το Τμήμα απεφάνθη περαιτέρω ότι από τη συνολική διάρθρωση του ν. 4387/2016 και από το σύνολο των ουσιαστικών διατάξεων του Κεφαλαίου Β΄ αυτού για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου κάμπτονται και θεμελιώδεις διαδικαστικές εγγυήσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος των δημοσίων λειτουργών. Ειδικότερα:

Καταρχάς οι εισφορές των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, προορίζονται να καλύψουν τις συντάξεις όλων των συνταξιούχων. Η συνταγματικά ανεπίτρεπτη αυτή σύγχυση χωρεί, παρά το γεγονός ότι δεν συνδέονται με την εν λόγω ειδική κατηγορία συνταξιοδοτουμένων τα διαρθρωτικά προβλήματα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, για την αντιμετώπιση των οποίων θεσπίστηκε ο ν. 4387/2016. Κατά δεύτερον, οι διατάξεις των άρθρων 51, 53, 55, 56, 72 Α, 100 παρ. 1 β και γ΄ του ν. 4387/2016 σε ό,τι αφορά τους συνταξιούχους του Δημοσίου και παρά το γεγονός ότι σχετίζονται άμεσα με την απονομή των συντάξεων και της κατηγορίας αυτής, δεν έχουν υποβληθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο προς  γνωμοδότηση. Παρέπεται ότι κατά το μέρος που αφορούν στα ανωτέρω πρόσωπα είναι ανίσχυρες, αφού έχουν τεθεί κατά παράβαση του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος. Κατά τρίτον στο Κεφάλαιο Β΄ όσο και στο Κεφάλαιο Γ΄ του ίδιου νόμου, ο νομοθέτης, ακολουθώντας την τεχνική της κανονιστικής εξουσιοδότησης κατ’ άρθρο 43 παρ. 2 β του Συντάγματος,  έχει μεταφέρει την αρμοδιότητα θέσπισης μεταξύ άλλων και συνταξιοδοτικής φύσης διατάξεων στην κανονιστικώς δρώσα διοίκηση με την έκδοση υπουργικών αποφάσεων,τόσο για τον εκάστοτε προσδιορισμό του ύψους της σύνταξης του Δημοσίου,  όσο και για τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων πληρωμής και κανονισμού των συντάξεων αυτών στον ΕΦΚΑ. Τα ζητήματα, όμως, αυτά,  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 73 παρ. 2 και 80 του Συντάγματος απαιτείται να ρυθμίζονται με ειδικό συνταξιοδοτικό νόμο, ο οποίος τυγχάνει της προηγούμενης γνωμοδότησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και, συνεπώς, οι σχετικές εξουσιοδοτικές ρυθμίσεις και οι δυνάμει αυτών εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις είναι αντίθετες στο Σύνταγμα. Περαιτέρω, με τη νομοθετική αυτή πρακτική  γεννάται ζήτημα σύγκρουσης δικαιοδοσιών μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αντίστοιχο ζήτημα σύγκρουσης δικαιοδοσιών μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως αρμόδιων για την επίλυση κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών για τους ασφαλισμένους που δεν εντάσσονται στο συνταξιοδοτικό σύστημα των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών,  που θα κληθούν να εφαρμόσουν τις ίδιες κατά περιεχόμενο διατάξεις,χωρίς να υφίστανται μηχανισμοί εναρμόνισης, πλην της εξαιρετικής διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.

Ωστόσο, παρά την αντίθεση στο Σύνταγμα της ένταξης των συνταξιούχων του Δημοσίου στον ΕΦΚΑ, μέχρι την ολοκλήρωση της συμμόρφωσης της Διοίκησης εντός ευλόγου χρόνου, είναι συνταγματικά ανεκτή η μεταβατική λειτουργία του ΕΦΚΑ, ως διφυούς φορέα, ήτοι αφενός ως συνταξιοδοτικού φορέα για τους δημοσίους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς και όσους έλκουν από αυτούς δικαίωμα σύνταξης και αφετέρου ως κοινωνικοασφαλιστικού φορέα για τους λοιπούς ασφαλισμένους. Και τούτο ενόψει της διασφάλισης και της ακώλυτης άσκησης των συνταγματικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της κατηγορίας αυτής δικαιούχων, των συνδεόμενων με αυτά διαδικαστικών εγγυήσεων πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αλλά και προς αποτροπή διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης των προσώπων αυτών.

Εξάλλου, το Τμήμα διαπιστώνει ότι μετά την από 8.2.2017 δημοσίευση της 244/2017 απόφασης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η επιβληθείσα με τις διατάξεις των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010 εισφορά αλληλεγγύης (ΕΑΣ) για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, δεν έχουν ληφθεί νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα συμμόρφωσης προς αυτήν. Τέτοια δε συμμόρφωση και άρση των βάσεων αντισυνταγματικότητας της ΕΑΣ δεν συνιστά η θέσπιση ενιαίου φορέα κοινωνικής ασφάλισης και η ένταξη των συνταξιούχων του Δημοσίου σ’ αυτόν κατά τρόπο ενιαίο με τους εντασσόμενους στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, που επιχειρήθηκε με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 4387/2016. Και τούτο, διότι, κατ’ αρχήν, οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να θεραπεύσουν αναδρομικά την αντισυνταγματικότητα των ως άνω διατάξεων, καθότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με το πρώτον αναδρομική επιβολή της εισφοράς στις συντάξεις του Δημοσίου, ως εκ του ανισχύρου των ρυθμίσεων που τις θέσπισαν, και κατ’ ουσίαν με απόσβεση των σχετικών απαιτήσεων των συνταξιούχων, όπως αυτές είχαν αναγνωρισθεί με τις  244/2017 και 32/2018 αποφάσεις της Ολομέλειας. Άλλωστε και μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4387/2016 εξακολουθούν να ισχύουν και να δεσμεύουν εν τοις πράγμασι τους οικείους σχηματισμούς κατά την εκδίκαση όμοιων υποθέσεων και οι τέσσερις επάλληλες και αυτοτελείς βάσεις αντισυνταγματικότητας της ΕΑΣ, όπως κρίθηκαν με τις 244/2017 και 32/2018 αποφάσεις της Ολομέλειας, δοθέντος ότι δεν επαναρρυθμίστηκε εξ αρχής το ζήτημα της επιβολής της στους συνταξιούχους δημοσίους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς, προκειμένου να είναι δυνατή η ανατροπή των όσων κρίθηκαν.

Κατόπιν των ανωτέρω, το Τμήμα διαπιστώνει ότι στην υπό κρίση υπόθεση ανακύπτει ζήτημα γενικότερης σημασίας και με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, και συγκεκριμένα εάν μετά τη θέση ισχύ των διατάξεων του ν. 4387/2016 περί της ένταξης των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών εν ενεργεία και συνταξιούχων στον ΕΦΚΑ και την από 1.1.2017 μεταφορά στον τελευταίο της αρμοδιότητας πληρωμής των συντάξεων του Δημοσίου εξακολουθεί να αντίκειται στο Σύνταγμα η κατ’ άρθρα 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010, όπως αυτά τροποποιήθηκαν και ισχύουν, παρακράτηση της εισφοράς αλληλεγγύης από τις συντάξεις του Δημοσίου,  όπως έχει ήδη κριθεί με τις 244/2017 και 32/2018 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, αφενός για το διάστημα από την ως άνω ημερομηνία (1.1.2017), κατά το οποίο η εισφορά διατίθεται για την κάλυψη ελλειμμάτων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και αφετέρου κατά το διάστημα από 1.1.2019 και εφεξής, κατά το οποίο η εισφορά παρακρατείται υπέρ ΑΚΑΓΕ. Επί του του ζητήματος αυτού, το Τμήμα άγεται ομόφωνα σε καταφατική κρίση. Σε κάθε περίπτωση δεν υφίσταται νόμιμος λόγος αναστολής εκδίκασης της υπό κρίση αγωγής, βάσει του άρθρου 108 Α παρ. 1 και 2 του π.δ/τος 1225/1981, μετά την υποβολή δύο συναφών μεν, πλην όχι ταυτόσημων προδικαστικών ερωτημάτων του ΙΙΙ Τμήματος προς την Ολομέλεια. Ως εκ τούτου το ΙΙ Τμήμα παραπέμπει την αγωγή στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Επιμέλεια: Χρήστος Κωστόπουλος / Επιστημονικός Συνεργάτης ethemis

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *