Όπως απεφάνθη η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989, η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή εφόσον πιθανολογείται σοβαρά η παράβαση κανόνα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του εσωτερικού δικαίου και η αναστολή είναι αναγκαία για να αρθούν τα δυσμενή από την παράβαση αποτελέσματα ή να αποτραπεί η ζημία των συμφερόντων του αιτούντος. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί αν, από τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και επιτακτικών λόγων γενικού δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος .
Σύμφωνα με την Επιτροπή καμία διάταξη δεν προβλέπει την έκδοση αυτοτελούς και διακριτής από την προκήρυξη, εκτελεστής πράξης του Ε.Σ.Ρ., με την οποία να αποφασίζεται η εφαρμογή και εκτέλεση του ν. 4339/2015 και των υπουργικών αποφάσεων περί του καθορισμού του αριθμού και της τιμής εκκίνησης των δημοπρατούμενων αδειών παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης. Κατά συνέπεια, από την έκδοση της Προκήρυξης 1/2017 δεν συνάγεται πράξη με το κατά τα προεκτεθέντα περιεχόμενο, όπως αβασίμως προβάλλεται.
Επομένως, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των εν λόγω «συναγομένων από την έκδοση της Προκήρυξης 1/2017 μονομερούς πράξης και παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας» του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, η από 25.1.2018 αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα ως προδήλως απαράδεκτη διότι στρέφεται κατά ανυπάρκτων πράξεων. Είναι δε η ασκηθείσα στις 25.1.2018 αίτηση ακυρώσεως προδήλως απαράδεκτη (ως προδήλως εκπρόθεσμη) και αν θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά των αποφάσεων 1830/7.7.2017 του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής,Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης και 2178/28.7.2017 του ιδίου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών .Κατόπιν τούτων, λόγω του προδήλως απαραδέκτου της αιτήσεως ακυρώσεως, αποβαίνει απορριπτέα και η κρινόμενη αίτηση αναστολής.
Η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη.
Στην παράγραφο 7 του άρθρου 13 ν. 4339/2015 ορίζεται ότι «Οι διαφορές που αναφύονται κατά τη διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας διέπονται από τις διατάξεις του ν. 4412/2016, οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά. Οι προβλεπόμενες από το ν. 4412/2016 προδικαστικές προσφυγές των υποψηφίων ασκούνται ενώπιον του Ε.Σ.Ρ. Η αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση όλων των διαφορών που αναφύονται κατά τη διαγωνιστική διαδικασία ανήκει στο Συμβούλιο της Επικρατείας». Στο ν. 4412/2016 προβλέπεται η εντός ορισμένης προθεσμίας άσκηση προδικαστικής προσφυγής από κάθε ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει ή είχε έννομο συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση του εν λόγω νόμου, κατά των βλαπτικών πράξεων ή παραλείψεων των αναθετουσών αρχών ενώπιον ειδικώς συνεστημένου οργάνου (Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, ΑΕΠΠ). Συναφώς η άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και αιτήσεως αναστολής κατά της απόφασης επί της προσφυγής (η οποία εκδίδεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την ημέρα εξέτασης [αυτής].
Πηγή: http://www.ethemis.gr