Απόφαση ΣτΕ 1593/2016 Δ 7μ. Παράβαση της νομοθεσίας περί του απορρήτου των επικοινωνιών

Αίτηση ακύρωσης στρεφόμενη κατά απόφασης Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), με την οποία επιβλήθηκαν στην αιτούσα διοικητικές κυρώσεις για παράβαση της νομοθεσίας περί του απορρήτου των επικοινωνιών.

Οι πάροχοι τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών οφείλουν, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, να διασφαλίζουν το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας και δεν επιτρέπεται να παρέχουν δυνατότητα πρόσβασης στο περιεχόμενο και τα δεδομένα της επικοινωνίας ούτε να γνωστοποιούν σχετικά στοιχεία, παρά μόνο αν εκδοθεί, με τη διαδικασία που ορίζεται στο ν. 2225/1994, διάταξη άρσης του απορρήτου α) από το αρμόδιο δικαστικό Συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών ή β) σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, από τον Εισαγγελέα που διενεργεί προανακριτική εξέταση ή τον Ανακριτή που διενεργεί τακτική ανάκριση. Προκειμένου δε οι πάροχοι να εκτελέσουν διάταξη άρσης του απορρήτου θα πρέπει να προκύπτει σαφώς από το ίδιο το σώμα της διατάξεως, με μνεία των σχετικών άρθρων, ότι αυτή εκδόθηκε βάσει των ειδικών διατάξεων του ν. 2225/1994, που διέπουν την διαδικασία άρσης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Περαιτέρω, ειδικώς στην περίπτωση κατά την οποία την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας διατάσσει ο Εισαγγελέας που διενεργεί προανακριτική εξέταση ή ο Ανακριτής που διενεργεί τακτική ανάκριση, ο πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών οφείλει να εκτελέσει τη σχετική διάταξη εντός τριών ημερών από την έκδοσή της, δηλαδή εντός του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο πρέπει, κατά νόμον, να εισαχθεί το σχετικό ζήτημα στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο και θα αποφασίσει τελικώς. Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 2225/1994, η ισχύς της διάταξης του εισαγγελέα ή του ανακριτή για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας, παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της τριήμερης αυτής προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο εμπροθέσμως, εντός δηλαδή των ανωτέρω τριών ημερών, από την έκδοση της σχετικής διάταξης του δικαστικού συμβουλίου. Επομένως, μετά την πάροδο της ανωτέρω τριήμερης προθεσμίας από την έκδοση της διάταξης του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή, και εφόσον δεν έχει γνωστοποιηθεί η εμπρόθεσμη εισαγωγή της προς επικύρωση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, οι πάροχοι οφείλουν να μην επιτρέπουν, στηριζόμενοι στη διάταξη αυτή, πρόσβαση στο περιεχόμενο της επικοινωνίας ούτε να γνωστοποιούν τα σχετικά δεδομένα επικοινωνίας.

Κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος στην προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας περιλαμβάνονται όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και τα δεδομένα επικοινωνίας. Περαιτέρω δε, ρητώς κατά την κρίσιμη εν προκειμένω χρονική περίοδο (της αποστολής των καταλόγων με τα επίμαχα δεδομένα τηλεφωνικής επικοινωνίας στην ανακριτική αρχή), η κείμενη νομοθεσία, εναρμονιζόμενη με το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος, περιείχε πλέγμα διατάξεων, κατά τις οποίες το απόρρητο της επικοινωνίας καλύπτει όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και τα δεδομένα της επικοινωνίας. Εξ άλλου, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, είχε δημοσιευθεί και ήταν σε ισχύ ο Κανονισμός της Α.Δ.Α.Ε. για τη διασφάλιση του απορρήτου κατά την παροχή σταθερών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, με τον οποίο είχε επιβληθεί στους παρόχους σταθερών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών η υποχρέωση να προστατεύουν το απόρρητο και των δεδομένων επικοινωνίας και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που αφορούν τον αριθμό του καλούντος και του καλούμενου συνδρομητή, το χρόνο διενέργειας και τη διάρκεια της επικοινωνίας, το ονοματεπώνυμο και διεύθυνση συνδρομητή (βλ. άρθρα 1, 2, και 5 της υπ’ αριθμ. 630α/12.11.2004 απόφασης της Α.Δ.Α.Ε.).

Οι σε εκτέλεση του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, διατάξεις του ν. 2225/1994, οι οποίες θεσπίζουν τους κανόνες υπό τους οποίους η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο της επικοινωνίας, αποτελούν διατάξεις ειδικές όσον αφορά την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας και, ως εκ τούτου, κατισχύουν των γενικών διατάξεων του Κ.Π.Δ. Επομένως, οι αρμόδιες ανακριτικές αρχές μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στο περιεχόμενο και στα συναφώς παραγόμενα δεδομένα τηλεφωνικής επικοινωνίας, με σκοπό τη διακρίβωση των ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων που αναφέρονται στο ν. 2225/1994, μόνο κατόπιν τηρήσεως των όρων και της διαδικασίας για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας που προβλέπουν οι διατάξεις του νόμου αυτού.

Και υπό την εκδοχή ότι το από ….. έγγραφο του ανακριτή μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά διάταξη άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2225/1994, πάντως, η διαβίβαση από την αιτούσα των επίμαχων δεδομένων τηλεφωνικής επικοινωνίας στην ανακριτική αρχή πραγματο­ποιήθηκε σε χρόνο πέραν των τριών (3) ημερών από την ημερομηνία εκδόσεώς της, οπότε, κατ’ άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 2225/1994, είχε παύσει αυτοδικαίως η ισχύς της, εφόσον η αιτούσα δεν επικαλείται, ούτε δε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ότι, εν τω μεταξύ, της είχε γνωστοποιηθεί η εμπρόθεσμη εισαγωγή του ζητήματος της επίμαχης άρσης του απορρήτου ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου. Υπό τα δεδομένα όμως αυτά, η αιτούσα, μετά την πάροδο του τριημέρου από την έκδοση της ως άνω πράξης του ανακριτή, χωρίς να της έχει γνωστοποιηθεί η εμπρόθεσμη εισαγωγή του ζητήματος της επίμαχης άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, όφειλε να μην διαβιβάσει, στηριζόμενη στην πράξη αυτή του ανακριτή, τα επίμαχα δεδομένα επικοινωνίας.

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *