Απόφαση Κοσμάς και λοιποί, κατά Ελλάδας-περιουσιακό δικαίωμα από μακροχρόνια κατοχή και εκμετάλλευση ακινήτου Ιεράς Μονής

Μετά την απόφαση ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΑΦΡΑΝΑΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ (Προσφυγή αριθ. 4056/08), μία ακόμα απόφαση όπου εξετάζεται περίπτωση ιδιώτη του οποίου το ακίνητο διεκδικήθηκε από Μονή. Με τη διαφορά ότι εδώ το Δικαστήριο μπαίνει στην ουσία και εξετάζει υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να αποκτηθούν περιουσιακά δικαιώματα που προστατεύονται από το 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο λόγω μακροχρόνια κατοχής και εκμετάλλευση ακινήτου ακόμα και σε περίπτωση όπου δεν μπορεί να υπάρξει εκ του νόμου χρησικτησία. Θεωρώ ότι στην παρούσα συγκυρία όπου ξεκαθαρίζει το τόπιο της ιδιοκτησίας ακινήτων στην Ελλάδα η απόφαση αυτή ειναι πολύ σημαντική. Δυστυχώς, είναι μόνο στα γαλλικά, κι είπα να κάνω μια προσπάθεια να μεταφράσω την περίληψη για να έχουμε όλοι μια εικόνα της υπόθεσης. Δεν είμαι μεταφράστρια κι έτσι οι γαλλομαθείς αν δείτε κανένα σπουδαίο λάθος, κάντε σχόλιο και θα το διορθώσω. 

 

Μετάφραση περίληψης (δεν είναι επίσημη μετάφραση).

 

Kosmas et autres c. Grèce – 20086/13

 

Arrêt 29.6.2017 [Section I]

Μη επαρκής λήψη υπόψης της κατάστασης του προσφεύγοντος σε δικαστική κρίση επί διαφοράς που αφορά ακίνητη περιουσία, σύμφωνα με τους κανόνες περί χρησικτησίας προς όφελος  Μονής: παραβίαση

Επί της ουσίας: Τα μοναστήρια του Αγίου Όρους είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που απολαμβάνουν ιδιαίτερο καθεστώς. Ο νόμος ορίζει ότι η περιουσία τους είναι απαράγραπτη, εκτός εάν αποδειχθεί συνεχόμενη κατοχή πριν από το έτος 1915.

Το 2004, μία Μονή διεκδίκησε ενώπιον της Δικαιοσύνης την ιδιοκτησία μιας περιοχής την οποία εκμεταλλεύονταν ο πρώτος προσφεύγων. Η Μονή βασίσθηκε σε μία πράξη αγοράς του έτους 1824 και επικουρικώς, στη συνεχόμενη κατοχή από το 1882 έως το 1915. Ο προσφεύγων επικαλέσθηκε μια σειρά από πράξεις μεταβίβασης ιδιοκτησίας, αρχόμενες από το έτος 1883 και διάφορες πράξεις ιδιοκτησίας από το έτος 1974. Επίσης, προέβαλε ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.

Τα Δικαστήρια έκριναν ότι η Μονή ήταν κυρία με χρησικτησία από το έτος 1912, καθόσον ο προσφεύγων δεν απέδειξε συνεχόμενο κατοχή των προκατόχων του κατά την ίδια περίοδο. Τούτο, καθότι οι μεταγενέστερες πράξεις που επικαλέσθηκε ο προσφεύγων ήταν ανίσχυρες, λαμβανομένου υπόψη του απαράγραπτου χαρακτήρα της μοναστικής περιουσίας. Η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος δεν έγινε δεκτή.

Νομικό μέρος- Άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

α) Η ύπαρξη “περιουσίας” οι  εφαρμοστέοι κανόνες-Οι τίτλοι ιδιοκτησίας όπου η κατοχή του προσφεύγοντος και των προκατόχων του δεν είχαν ποτέ αμφισβητηθεί (οι διοικητικές αρχές του χορήγησαν άδεια εκμετάλλευσης εστιατορίου και ανέγερσης κτιρίου), 

Ομοίως, η παρατεταμένη ανοχή, καταδεικνύει ότι οι αρχές και η Μονή αναγνώρισαν σε αυτόν de facto περιουσιακό ενδιαφέρον στην επίδικη περιοχή, το οποίο συνίσταται στην κατοχή αυτού, το οποίο αναγνωρίζεται και προστατεύεται από το εσωτερικό δίκαιο και δεν δόθηκε αφορμή για σκέψη ότι η κατάσταση αυτή ενδέχεται να ανατραπεί.

Συνοψίζοντας, το περιουσιακό ενδιαφέρον του προσφεύγοντος ήταν επαρκώς σημαντικό και αναγνωρισμένο ώστε να αποτελεί “περιουσία” υπό την έννοια του πρώτου εδαφίου του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, η οποία είναι συνεπώς εφαρμοστέα.

β) Παρέμβαση και αναλογικότητα- Η έξωση του προσφεύγοντος, μετά την απόφαση του Αναιρετικού Δικαστηρίου, προβλέπονταν από το νόμο και επεδίωκε νόμιμο σκοπό (προστασία από την καταπάτηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών από τρίτους)

Ωστόσο, οι ακόλουθοι λόγοι οδήγησαν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων υπέστη ειδική και υπερβολική επιβάρυνση, η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί  από κανένα θεμιτό γενικό ενδιαφέρον:

Θεωρούμενος ως νόμιμος ιδιοκτήτης με καλή πίστη της επίδικης περιοχής, δυνάμει μιας σειράς τίτλων αρχόμενων από το έτος 1883, ο προσφεύγων, μαζί με την οικογένειά του, δημιούργησαν στο μέρος αυτός και εκμεταλλεύονταν μία επιχείρηση.

Παρόλα αυτά, τα Δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη ούτε τους τίλους, ούτε του γεγονότος ότι σε αυτόν χορηγήθηκαν διάφορες άδειες εκμετάλλευσης ή οικοδομής, ως κύριο της περιοχής ή ότι κατέβαλλε τους φόρους ακίνητης περιουσίας.

Βέβαια, την εποχή εκείνη, τα αρμόδια διοικητικά όργανα δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι το έτος 2004 η Μονή σκόπευε να ασκήσει διεκδικητική αγωγή ως προς τη νομή της περιουσίας η οποία έγινε δεκτή.

Ωστόσο, οι νόμιμες διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν από τις αρχές του κράτους, δεν μπορούν παρά να ενισχύουν στους αποδέκτες τους την αίσθηση ότι το σύστημα απόκτησης και μεταβίβασης της περιουσίας είναι σταθερό και αξιόπιστο και ότι κατέχουν δικαιώματα στην περιούσια που αφορούν οι πράξεις αυτές.

Σε κάθε περίπτωση, ο προσφεύγων είχε επίσης ισχυρισθεί ότι η αγωγή της Μονής συνιστούσε κατάχρηση δικαιώματος. Αν η ένσταση αυτή γίνονταν δεκτή, θα μπορούσε τουλάχιστον να διατηρήσει την κατοχή της περιοχής. Παρόλα αυτά, η ένσταση απορρίφuηκε με την αιτιολογία ότι τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την εμπορική εκμετάλλευση της περιοχής, αντισταθμίσθηκαν από τα κέρδη που πραγματοποίησε και τη μη καταβολή μισθώματος προς τη Μονή.

Έτσι, τα Δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη τους τη ζημία, χωρίς καμία αποζημίωση, του μέσου εργασίας, από το οποίο ενδιαφερόμενος και η οικογένειά του αντλούσαν τα μέσα βιοπορισμού τους από το έτος 1986.

Αποτέλεσμα: παραβίαση έναντι του πρώτου προσφεύγοντος (πέντε ψήφοι έναντι δέκα)

Άρθρο 41: 75.000 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα για υλικές ζημίες και ηθική βλάβη

 

 

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα γαλλικά εδώ

 

Kosmas et autres c. Grèce – 20086/13

Arrêt 29.6.2017 [Section I]

article 1 du Protocole n° 1

article 1 al. 1 du Protocole n° 1

Respect des biens

Égard insuffisant à la situation du requérant dans le règlement d’un litige de propriété immobilière selon les règles de la prescription acquisitive en faveur d’un monastère : violation

En fait – Les monastères du Mont Athos sont des personnes morales de droit public, jouissant d’un statut particulier. La loi rend leurs biens imprescriptibles, sauf à prouver une possession continue de trente ans antérieure à 1915.

En 2004, un monastère revendiqua en justice la propriété d’un terrain exploité par le (premier) requérant. Le monastère se prévalait d’un acte d’achat de 1824 et, subsidiairement, d’une possession continue de 1882 à 1915. Le requérant excipa d’une chaîne d’actes translatifs de propriété remontant à 1883, et de divers actes de possession depuis 1974. Il dénonça également l’action comme abusive.

Les tribunaux jugèrent que le monastère était au moins propriétaire par voie d’usucapion depuis 1912, car le requérant n’avait pas prouvé une possession continue de ses prédécesseurs à la même époque ; et que, par suite, les actes postérieurs invoqués par le requérant étaient inopérants, compte tenu de l’imprescriptibilité des biens monastiques. L’abus de droit ne fut pas non plus retenu.

En droit – Article 1 du Protocole no 1

a) Existence d’un « bien » et règle applicable – Les titres ou la possession du requérant ou de ses prédécesseurs n’avaient jamais été contestés (des autorisations administratives lui avaient même été accordées pour exploiter un restaurant et construire un bâtiment).

Pareille tolérance prolongée indique que les autorités et le monastère leur ont reconnu de facto un intérêt patrimonial sur le terrain litigieux, consistant en la possession de celui-ci telle que reconnue et protégée par le droit interne, et qu’ils ne leur ont jamais donné à penser que cette situation pouvait basculer.

Bref, l’intérêt patrimonial du requérant était suffisamment important et reconnu pour constituer un « bien » au sens de la première phrase de l’article 1 du Protocole no 1, laquelle est donc applicable.

b) Ingérence et proportionnalité – L’éviction du requérant, consécutive à l’arrêt de la Cour de cassation, était prévue par la loi et poursuivait un but légitime (protéger contre l’empiétement de tiers la propriété immobilière des monastères).

Les raisons suivantes amènent toutefois la Cour à la conclusion que le requérant a subi une charge spéciale et exorbitante, que ne justifiait aucun intérêt général légitime :

S’estimant propriétaire légal et de bonne foi du terrain litigieux au vu d’un ensemble de titres remontant à 1883, le requérant y avait avec sa famille créé et exploité une entreprise.

Or, les tribunaux n’ont tenu compte ni de ces titres, ni du fait que divers permis d’exploitation ou de construction lui avaient été accordés comme s’il était le propriétaire du terrain, ou qu’il s’acquittait des taxes foncières.

Certes, à l’époque, les administrations concernées ne pouvaient pas savoir qu’en 2004 une action en revendication de propriété serait intentée par le monastère avec succès.

Toutefois, des actes administratifs légaux établis par des autorités étatiques ne peuvent que conforter leurs destinataires dans le sentiment que le système d’acquisition et de transmission des biens est stable et fiable et qu’ils possèdent de bon droit le bien visé par ces actes.

En tout état de cause, le requérant avait aussi dénoncé l’action du monastère comme relevant de l’abus de droit. Si ce moyen avait été accueilli, il aurait pu conserver au moins la « possession » du terrain. Or, ce moyen a été rejeté au motif que les frais engagés pour exploiter commercialement le terrain avaient été compensés par les profits dégagés et l’absence de loyer versé au monastère.

Les tribunaux n’ont ainsi pas pris en compte la perte, sans aucune indemnité, de l’outil de travail dont l’intéressé et sa famille tiraient leurs moyens de subsistance depuis 1986.

Conclusion : violation dans le chef du premier requérant (cinq voix contre deux).

Article 41 : 75 000 EUR au premier requérant pour dommage matériel et préjudice moral.

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *