Απαγόρευση ειλωτείας και αναγκαστικής εργασίας (άρ. 4 ΕΣΔΑ) – Human trafficking και εξαναγκασμός σε πορνεία – Θετικές υποχρεώσεις του κράτους
Καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση των υποχρεώσεών της από το άρ. 4 ΕΣΔΑ, λόγω παράλειψης των αστυνομικών και εισαγγελικών αρχών να λάβουν, εντός ευλόγου χρόνου, τα προσήκοντα μέτρα προστασίας της προσφεύγουσας και διερεύνησης της υπόθεσής της
(Α) Το άρ. 4 της ΕΣΔΑ επιβάλλει στο κράτος θετικές υποχρεώσεις, ιδίως για την προστασία των θυμάτων της σωματεμπορίας όσο και για την πρόληψη και καταστολή της, με την τιμωρία των εμπόρων – Ειδικότερα (i) το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας περί της μετανάστευσης, πρέπει να παρέχει αποτελεσματική και συγκεκριμένη προστασία στα (πραγματικά ή δυνητικά) θύματα, (ii) υπό ορισμένες συνθήκες, το κράτος υποχρεούται να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των θυμάτων, τούτο δε ισχύει αν οι αρχές γνωρίζουν ή όφειλαν να γνωρίζουν τις συνθήκες που επιτρέπουν τη θεμελίωση εύλογης υπόνοιας ότι κάποιο πρόσωπο υφίσταται ή διατρέχει άμεσο και σοβαρό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση που συνιστά εκμετάλλευση κατά την έννοια του άρ. 3 του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο στη Σύμβαση του ΟΗΕ και του άρ. 4 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της εμπορίας των ανθρώπων, (iii) το άρ. 4 ΕΣΔΑ επιβάλλει στο κράτος τη διαδικαστική υποχρέωση διερεύνησης των υποθέσεων πιθανής σωματεμπορίας, ακόμα και ελλείψει καταγγελίας από το θύμα ή συγγενικό του πρόσωπο, εφόσον τέτοιο ζήτημα τίθεται υπόψη των αρχών, η δε έρευνα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτρέπει την ταυτοποίηση και τιμωρία των υπευθύνων και απαιτεί ταχύτητα και εύλογη επιμέλεια εκ μέρους των αρχών, ενώ πρέπει να διενεργηθεί επειγόντως σε περίπτωση ανάγκης άμεσης προστασίας πιθανού θύματος
(Β) Εν προκειμένω, το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε στην Ελλάδα κατά τον κρίσιμο χρόνο ανταποκρίνεται στην ανωτέρω απαίτηση υπό στοιχ. (i), λαμβανομένου υπόψη ότι (α) το άρ. 351 ΠΚ τιμωρεί τη σωματεμπορία και την ορίζει κατά τρόπο σύμφωνο προς τους προαναφερόμενους διεθνείς κανόνες, (β) το άρ. 12 του ν. 3064/2002 προβλέπει συγκεκριμένα μέτρα προστασίας των θυμάτων σωματεμπορίας, αναφορικά με τη σωματική τους ακεραιότητα και την προσωπική τους ελευθερία, καθώς και κρατική μέριμνα για την παροχή στέγης, τροφής, ιατρικής περίθαλψης και ψυχολογικής υποστήριξης, (γ) σε περίπτωση μη νόμιμης διαμονής του θύματος στη χώρα, προβλεπόταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας απέλασής της, (δ) με τους νόμους 3875/2010 και 4216/2013 κυρώθηκαν οι ανωτέρω διεθνείς συμβάσεις, ενώ με το νόμο 4198/2013 μετεγράφη στην ελληνική έννομη τάξη η οικεία ενωσιακή Οδηγία 2011/36
(Γ) Η προσφεύγουσα, Νιγηριανή υπήκοος, εισήλθε παρανόμως στη χώρα, συνοδευόμενη από τον συμπατριώτη της Α, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς της, αφού της αφαίρεσε το διαβατήριο, την εξανάγκασε σε πορνεία – Αφού συνελήφθη επανειλημμένα για παραβίαση της νομοθεσίας περί αγοραίου έρωτα, η προσφεύγουσα κατήγγειλε στην αστυνομία ότι εξαναγκαζόταν στην πορνεία από τον Α – Διαπιστώνεται παραβίαση των ανωτέρω θετικών υποχρεώσεων του κράτους υπό στοιχ. (ii) και (iii), δεδομένου ότι (α) ο χαρακτηρισμός της προσφεύγουσας ως θύματος σωματεμπορίας από την εισαγγελική αρχή, έγινε καθ’ υπέρβαση του ευλόγου χρόνου (περίπου εννέα μήνες μετά από την υποβολή της καταγγελίας της), ενόψει και του ότι δεν συμπεριελήφθη εγκαίρως στο φάκελο της υπόθεσης, λόγω αμέλειας των αστυνομικών, η μαρτυρία της διευθύντριας της οργάνωσης “Νέα Ζωή”, που επιβεβαίωνε τη σεξουαλική εκμετάλλευσή της, τούτο δε ενδέχεται να είχε αρνητικές συνέπειες στην προσωπική κατάσταση της προσφεύγουσας, καθόσον αυτή παρέμεινε κρατούμενη περίπου για τρεις μήνες, ενώ αν κατά το χρονικό αυτό διάστημα είχε αναγνωρισθεί ως θύμα, θα μπορούσε να είχε αφεθεί ελεύθερη, δυνάμει του άρ. 12 του ν. 3064/2002 και (β) η διερεύνηση της υπόθεσης από τις ελληνικές αρχές δεν έγινε με την προσήκουσα επιμέλεια, λαμβανομένου υπόψη, πρώτον, ότι, αρχικά, η καταγγελία της προσφεύγουσας απορρίφθηκε από τον αρμόδιο εισαγγελέα, που δεν είχε στη δικογραφία την προαναφερόμενη μαρτυρία, λόγω παράλειψης των αστυνομικών, δεύτερον, ότι η υπόθεση επανεξετάσθηκε κατόπιν σχετικού αιτήματος της προσφεύγουσας και όχι αυτεπαγγέλτως από την εισαγγελία, κατόπιν της προσθήκης της εν λόγω κατάθεσης στη δικογραφία, τρίτον, ότι η σχετική ποινική δίωξη ασκήθηκε περίπου πέντε μήνες μετά, χωρίς να προκύπτουν οι λόγοι της αδράνειας κατά το χρονικό αυτό διάστημα, τέταρτον, ότι η αστυνομία προσπάθησε ανεπιτυχώς να εντοπίσει τον Α σε ορισμένη διεύθυνση, παραλείποντας να ψάξει σε δύο άλλες διευθύνσεις που είχε υποδείξει η προσφεύγουσα και να συλλέξει πληροφορίες από άλλες πηγές, πέμπτον, ότι η ποινική προδικασία διήρκεσε πάνω από τέσσερα έτη, χωρίς να δικαιολογούνται οι καθυστερήσεις σε διάφορα στάδιά της, και, έκτον, ότι δεν προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές ανέλαβαν πρωτοβουλίες για την ανεύρεση του Α, λ.χ. δεν ζήτησαν από τις αρχές της Νιγηρίας τη συνδρομή τους για τον εντοπισμό και τη σύλληψή του
Πηγή www.humanrightscaselaw.gr