Απόφαση Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών 18906/2015 (τμήμα 30 τριμ) Υποχρεωτική ασφάλιση ασκούμενων δικηγόρων

Από τις διατάξεις των άρθρων 4 έως 12 του ν.δ. 3026/1954 «Περί του Κώδικος των Δικηγόρων» προκύπτει ότι οι προτιθέμενοι να ασκήσουν το δικηγορικό επάγγελμα, πτυχιούχοι του νομικού τμήματος των νομικών σχολών των Α.Ε.Ι., μετά τη λήψη του πτυχίου τους, υποχρεούνται να ασκηθούν σε δικηγόρο (ή στο Γραφείο του Προέδρου ή των Νομικών Συμβούλων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους). Επί της εννόμου δε σχέσεως της συνδέουσας τους ασκούμενους με τους ασκούντες δικηγόρους δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και επομένως οι τελευταίοι δεν υποχρεούνται στην καταβολή μισθού ή οποιοσδήποτε αποζημίωσης για την παρεχόμενη από τους ασκούμενους εργασία, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της άσκησης δύνανται να παρίστανται μόνον ενώπιον του Πταισματοδικείου, του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και του Ειρηνοδικείου προκειμένου περί ενόρκων βεβαιώσεων του άρθρου 671 του Κ.Πολ.Δ και περί διαφορών διαδικασίας των άρθρων 737,738 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., καθώς και ενώπιον του Ειρηνοδικείου κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών, με την έγγραφη εντολή του δικηγόρου, στον οποίο ασκούνται. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 3 του β.δ. της 6/22.9.1956 και την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 1 του Κανονισμού Περίθαλψης ΤΠΔΑ σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 14 του ν. 1090/1980 προκύπτει ότι στα Ταμεία Προνοίας Δικηγόρων

ασφαλίζονταν υποχρεωτικά μεν οι νόμιμα διορισμένοι δικηγόροι, οι εγγεγραμμένοι στο μητρώο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και ασκούντες ενεργά και αποκλειστικά το δικηγορικό λειτούργημα, προαιρετικά δε οι ασκούμενοι δικηγόροι, στους οποίους ο νομοθέτης, λόγω της ιδιόμορφης επαγγελματικής θέσης τους παρέσχε σε αυτούς το δικαίωμα της προαιρετικής ασφάλισης στο οικείο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων προκειμένου να μην μένουν ανασφάλιστοι όσοι από αυτούς δεν είχαν δικαίωμα ασφαλίσεως σε άλλον οργανισμό και εφόσον βέβαια κατέβαλλαν τις προβλεπόμενες εισφορές της πρώτης πενταετίας. Η δε κατά τα ανωτέρω εξομοίωση των ασκούμενων δικηγόρων, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, δεν ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα, με τους δικηγόρους της πρώτης πενταετίας, ως προς την υποχρέωση καταβολής εισφορών ορισμένου ύψους, είχε ως δικαιολογητική βάση ακριβώς τον προαιρετικό χαρακτήρα της ανωτέρω ασφάλισης, ήτοι τη βάσει δήλωσης βούλησης του ενδιαφερομένου προσώπου έναρξη της κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης (πρβλ.υπ’αριθμ. 719/2002 γνωμ. Ν.Σ.Κ). Το καθεστώς αυτό, όμως, μεταβλήθηκε ακολούθως με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 3996/2011. Η εν λόγω διάταξη καθιστά υποχρεωτική

την κοινωνική (υπό τη μορφή της υπαγωγής τους στον κλάδο πρόνοιας) ασφάλιση των ασκούμενων δικηγόρων, ήτοι προσώπων, τα οποία ούτε φέρουν την ιδιότητα του δικηγόρου ούτε μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εργαζόμενοι με την έννοια των παρεχόντων μισθωτή εργασία και οι οποίοι δεν υπάγονται στην κύρια ασφάλιση ούτε του καθού Ταμείου ούτε κάποιου άλλου Οργανισμού ασφάλισης αυτοαπασχολούμενων ή μισθωτών. Η κατά τα ανωτέρω υποχρεωτική υπαγωγή τους, ενόψει του σκοπού τον οποίο εξυπηρετεί η Κοινωνική Ασφάλιση και της υποχρέωσης του Κράτους να προάγει και να προστατεύει αυτήν, δεν αντιβαίνει καταρχήν στην διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Σ., καθόσον, σύμφωνα με τα όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά σχετικά με το εν λόγω άρθρο του Σ., ο κοινός Νομοθέτης έχει την ευχέρεια να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπαγωγής ορισμένης κατηγορίας προσώπων στην Κοινωνική Ασφάλιση επεκτείνοντας σε αυτούς την ασφαλιστική προστασία. Πλην όμως, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, οι ασκούμενοι, με την ανωτέρω διάταξη, υποχρεούνται ουσιαστικά να αυτοασφαλιστούν ως εργαζόμενοι και μάλιστα ως αυτοαπασχολούμενοι, καταβάλλοντας οι ίδιοι τις εισφορές τους, την ίδια στιγμή που νομοθετικά (βλ. Κώδικας Δικηγόρων) δεν αντιμετωπίζονται ως τελούντες εργασία ή εργασιακή απασχόληση, αλλά άσκηση-μαθητεία επαγγέλματος, ενώ η πιο πρόσφατη διάταξη της υποπαρ.ΙΓ.1. υποπερ.8 β’ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που καθορίζει για τους ασκούμενους δικηγόρους κατώτατο όριο αμοιβής ίσο με τον εκάστοτε ισχύοντα νόμιμο μισθό υπαλλήλου ιδιωτικού τομέα τους προσδίδει χαρακτήρα μάλλον οιονεί μισθωτών παρά αυτοαπασχολούμενων. Επιπροσθέτως, έτσι, όπως καταστρώνεται η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του ν. 3996/2011, δεν λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και την ιδιόμορφη θέση του ασκούμενου δικηγόρου τόσο σε σχέση με τους δικηγόρους όσο και με τους λοιπούς μισθωτούς, αφού καθιστά μεν υποχρεωτική την ασφάλιση των ανωτέρω προσώπων στον κλάδο πρόνοιας, χωρίς όμως να μεριμνά ούτε για τυχόν απαλλαγή τους από την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, λόγω της κατά τα ανωτέρω ιδιόμορφης θέσης τους, ούτε για κόστος ασφάλισης χαμηλότερο κατά πολύ από αυτό των υπόλοιπων δικηγόρων, ακόμα και από αυτό των νεοεισερχόμενων δικηγόρων, λόγω της κατά τα ανωτέρω ιδιαίτερης φύσης της άσκησης, ούτε για υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών από τους δικηγόρους ή τους φορείς στους οποίους τελείται η άσκηση (δικηγόροι, νομικά πρόσωπα, δικαστήρια). Συνεπεία των ανωτέρω, καθίσταται εκ των πραγμάτων άνιση η θέση των ασκούμενων δικηγόρων, ως προς το κατά τα ανωτέρω ασφαλιστικό καθεστώς τους και ειδικότερα ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτοί μπορούν να τύχουν παροχών υγείας και πρόνοιας από το καθού, σε σχέση με τους εν ενεργεία δικηγόρους και τα λοιπά ασφαλιζόμενα πρόσωπα στον κλάδο υγείας και πρόνοιας του καθού Ταμείου, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Κατά τη γνώμη, όμως, της Πρωτόδικη Αγγελικής Βρεττού, η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.3996/2011, δεν αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος ενόψει της ευχέρειας του νομοθέτη να θεσπίζει κανόνες υπαγωγής ορισμένης κατηγορίας προσώπων στην ασφάλιση και να αποφασίζει για το ύψος και τον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών και ενόψει του ότι με την ένδικη διάταξη λήφθηκε μέριμνα ούτως ώστε οι ασκούμενοι δικηγόροι να επιβαρύνονται με το κατώτατο δυνατό ύψος ασφαλιστικών εισφορών, ήτοι με αυτές, τις οποίες υποχρεούνται να καταβάλλουν και οι νεοεισερχόμενοι στο επάγγελμα δικηγόροι, κατά τα πρώτα πέντε χρόνια της άσκησης του επαγγέλματος τους και με τους οποίους (νέους δικηγόρους πρώτης πενταετίας) οι ασκούμενοι τελούν στην πράξη εν πολλοίς υπό όμοιες συνθήκες, συνεκτιμωμένου, εξάλλου και του γεγονότος ότι οι ασκούμενοι δικηγόροι απολαμβάνουν τις ίδιες σε είδος παροχές από το καθού Ταμείο, όπως και οι νέοι δικηγόροι.

  

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *