Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίψουν αίτηση οικογενειακής επανένωσης εάν βάσει εκτιμήσεως με προβολή στο μέλλον προκύπτει ότι ο συντηρών δεν θα διαθέτει σταθερούς, τακτικούς και επαρκείς πόρους κατά το έτος που έπεται της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως
Η εκτίμηση αυτή μπορεί να στηρίζεται στην εξέλιξη των εισοδημάτων του συντηρούντος κατά τους έξι μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως
Η οδηγία σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης 1 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την επανένωση με μέλη της οικογένειας τα οποία δεν είναι υπήκοοι της ΕΕ. Κατά την οδηγία, τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, μεταξύ άλλων, του συζύγου του συντηρούντος, υπό την επιφύλαξη της τήρησης ορισμένων προϋποθέσεων (στο πλαίσιο αυτό ο συντηρών πρέπει να αποδείξει ότι διαθέτει κατάλυμα, ασφάλιση ασθενείας καθώς και σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους). Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν αίτηση οικογενειακής επανένωσης ή, ενδεχομένως, να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας όταν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι όροι που ορίζονται στην οδηγία.
Η ισπανική νομοθεσία διευκρινίζει ότι η άδεια διαμονής ενόψει της επανένωσης με μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι της ΕΕ δεν χορηγείται εάν διαπιστώνεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι δεν υφίσταται προοπτική διατηρήσεως των οικονομικών μέσων κατά το έτος που έπεται της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως. Για τη διαπίστωση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη των πόρων του συντηρούντος κατά τους έξι μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως.
Η αίτηση οικογενειακής επανένωσης που υπέβαλε για τη σύζυγό του υπήκοος χώρας εκτός της ΕΕ, ο οποίος διέμενε στην Ισπανία και κατείχε άδεια επί μακρόν διαμένοντος στο εν λόγω κράτος μέλος, απορρίφθηκε τον Μάρτιο του 2012, για τον λόγο ότι δεν είχε αποδείξει ότι διέθετε επαρκείς πόρους για τη συντήρηση της οικογένειάς του μετά την επανένωση. Οι προσφυγές κατά της απορριπτικής αποφάσεως απορρίφθηκαν για τον λόγο, μεταξύ άλλων, ότι δεν υφίστατο καμία ένδειξη περί του ότι αυτός θα διέθετε επαρκείς πόρους κατά το επόμενο της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης έτος.
Το Tribunal Superior de Justicia del País Vasco (ανώτερο δικαστήριο της Χώρας των Βάσκων, Ισπανία), ενώπιον του οποίου ο συντηρών άσκησε έφεση, διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της ισπανικής νομοθεσίας με την οδηγία. Το εθνικό δικαστήριο διερωτάται αν, προκειμένου να χορηγηθεί άδεια οικογενειακής επανένωσης, ο συντηρών πρέπει να διαθέτει, κατά
1 Οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003
την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως, σταθερούς, τακτικούς και επαρκείς πόρους ή αν μπορεί να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι αυτός θα εξακολουθήσει να διαθέτει τέτοιους πόρους κατά το έτος που έπεται της εν λόγω ημερομηνίας.
Με την απόφασή του που εκδόθηκε σήμερα, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η ισπανική νομοθεσία είναι σύμφωνη με την οδηγία.
http://www.curia.europa.eu – ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 42/16 – 21/4/2016