Αποφάσεις της Ολομελείας ΣτΕ δημοσιευθείσες την 1η.11.2019

Πηγή: adjustice.gr
ΣτΕ Ολομ. 2100/2019 και 2101/2019
Πρόεδρος : κα. Aικ. Σακελλαροπούλου
Εισηγητής : κ. Δ. Μακρής
Όριο ηλικίας Μουφτήδων κατά την παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 4559/2018
 
Με τις 2100, 2101/2019 αποφάσεις η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε ομοφώνως τις αιτήσεις ακυρώσεως που είχαν ασκήσει οι Μουφτήδες Ξάνθης και Κομοτηνής κατά των αποφάσεων του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, με τις οποίες διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη λύση της υπηρεσιακής τους σχέσης ως Μουφτήδων, λόγω παρελεύσεως του ορίου ηλικίας (67ου έτους), σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 (Α’ 142/3.8.2018).
1. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 περί της αυτοδίκαιης εξόδου από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους αποτελούν αντικειμενική και αφηρημένη ρύθμιση που αφορά τους Μουφτήδες και Τοποτηρητές Μουφτήδες. Το όριο αυτό ηλικίας ως λόγος εξόδου από την υπηρεσία εντάσσεται στο γενικό καθεστώς αποχωρήσεως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών και αντιστοιχεί, άλλωστε, προς το κατ’ άρθρο 88 παράγραφος 5 του Συντάγματος όριο ηλικίας υπηρεσίας των δικαστικών λειτουργών και δη των ανωτάτων. Οι ρυθμίσεις αυτές εξυπηρετούν, πέραν του μνημονευόμενου στη σχετική αιτιολογική έκθεση δημοσίου συμφέροντος σκοπού της ομαλής διαδοχής στην υπηρεσία και της διασφαλίσεως της αρχής της συνέχειας στη δημόσια υπηρεσία της Μουφτείας, τον δημοσίου συμφέροντος σκοπό της διασφαλίσεως της ορθής και αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιοδοτικών έργων, που αναθέτει ο νομοθέτης στους Μουφτήδες από πρόσωπα που διαθέτουν τις σωματικές και τις πνευματικές δυνάμεις και ικανότητες που συνδέονται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, με την ηλικία και απαιτούνται για την άρτια άσκησή τους, λαμβανομένης υπ’ όψιν της φύσεως και των ιδιαιτεροτήτων των καθηκόντων τους. Οι ίδιοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος συντρέχουν και για την πρόβλεψη ότι το προαναφερθέν ηλικιακό όριο ισχύει και για τους υπηρετούντες Μουφτήδες και Τοποτηρητές Μουφτήδες, των οποίων η θητεία δεν είχε λήξει.
2. Περαιτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς περί της παραβιάσεως της κατοχυρούμενης στο άρθρο 13 του Συντάγματος θρησκευτικής ελευθερίας και της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Ειδικότερα,  έκρινε ότι οι Μουφτήδες είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχοντες θέση Γενικού Διευθυντή, ασκούν δε εκτός από θρησκευτικά καθήκοντα, τις ανατιθέμενες σ’ αυτούς από τον νόμο δικαιοδοτικής φύσεως αρμοδιότητες ως προς ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των μουσουλμάνων Ελλήνων της περιφέρειάς τους, που δηλώνουν ότι επιθυμούν να υπαχθούν στη δικαιοδοσία τους. Λαμβανομένης υπ’ όψιν της, κατά τα εκτεθέντα, σύνθετης ιδιότητας των Μουφτήδων, το θεσπιζόμενο με το άρθρο 48 του ν. 4559/2018 όριο ηλικίας για την υπηρεσία τους, που εξυπηρετεί τους προαναφερθέντες σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και το οποίο εναρμονίζεται με το, κατά τα αναφερθέντα, γενικώς ισχύον καθεστώς λύσεως της υπηρεσιακής σχέσεως λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας των δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών, αποτελεί θεμιτό περιορισμό της διατηρήσεως της συγκεκριμένης, προβλεπόμενης από την κυρωθείσα από 24.12.1990 πράξη νομοθετικού περιεχομένου, θέσεως και δεν θίγει την κατοχυρούμενη από το Σύνταγμα θρησκευτική ελευθερία. Ο θεσπισθείς δε ηλικιακός περιορισμός είναι, αφενός μεν, πρόσφορος και αναγκαίος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αφετέρου δε, δεν τελεί σε δυσαναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
3. Απορρίφθηκαν, εξάλλου, και οι ισχυρισμοί περί της παραβιάσεως των άρθρων 9 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Όπως κρίθηκε ειδικότερα, η λύση της υπηρεσιακής σχέσης Μουφτή λόγω συμπληρώσεως του θεσπισθέντος ορίου ηλικίας με το άρθρο 48 του ν. 4559/2018 επέρχεται αυτοδικαίως και όχι κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας βάσει μη σαφών ρυθμίσεων. Επιπλέον, αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των προαναφερθέντων σκοπών δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένης υπ’ όψιν της σύνθετης ιδιότητας και των αρμοδιοτήτων του Μουφτή, το μέτρο δε αυτό είναι δικαιολογημένο σε μία δημοκρατική κοινωνία, διότι δεν παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ της θρησκευτικής ελευθερίας και των προαναφερθέντων σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
 4. Βάσει δε των προεκτεθέντων (βλ. τους αριθμούς 2 και 3) απορρίφθηκαν και οι, αορίστως πάντως προβαλλόμενοι, ισχυρισμοί περί της παραβιάσεως των άρθρων 18, 26 και 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.
5. Το Δικαστήριο απέρριψε ακόμα τους ισχυρισμούς περί της αντίθεσης των διατάξεων του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 για το όριο ηλικίας των Μουφτήδων προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφος 1, 5 παράγραφοι 1 και 3 και 13 του Συντάγματος καθώς και τους ισχυρισμούς περί της παραβιάσεως των άρθρων 26 και 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και του άρθρου 9 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Ε.Σ.Δ.Α. Και τούτο, διότι, όπως έκρινε, οι θρησκευτικοί λειτουργοί της επικρατούσας στην Ελλάδα θρησκείας δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν έχουν δικαιοδοτική αρμοδιότητα, ενώ οι Μουφτήδες και οι Τοποτηρητές Μουφτήδες είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχοντες θέση γενικού διευθυντή, προσφέρουν δε θρησκευτικό και πνευματικό έργο και έχουν και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Λαμβανομένης δε υπ’ όψιν της διαφοράς ως προς το καθεστώς των εν λόγω θρησκευτικών λειτουργών και το ασκούμενο από αυτούς έργο, το γεγονός ότι δεν υφίσταται διάταξη περί ορίου ηλικίας για την υπηρεσία του Αρχιεπισκόπου ή των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, αντίστοιχο με το οριζόμενο στις διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 για τους Μουφτήδες, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας ως προς την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας και δη ως προς τους θρησκευτικούς λειτουργούς σε σχέση προς την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.
6. Απορρίφθηκαν, εξάλλου, ως ερειδόμενοι επί ανακριβούς προϋποθέσεως οι προβαλλόμενοι (κατ’ επίκληση των άρθρων 8 και 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος και 6 παράγραφος 1 της Ε.Σ.Δ.Α.) ότι το επίδικο ηλικιακό όριο υπηρεσίας των Μουφτήδων θεσπίσθηκε, αν και αυτοί δεν εντάσσονται στη δικαστική λειτουργία του Κράτους και χωρίς, άρα, να μπορεί να στηριχθεί στην εξομοίωσή τους με δικαστικούς λειτουργούς. Και τούτο, διότι, όπως κρίθηκε, η θέσπιση του ορίου αυτού υπαγορεύθηκε για τους προεκτεθέντες λόγους και όχι επειδή οι Μουφτήδες αποτελούν δικαστικούς λειτουργούς ή εντάσσονται στη δικαστική λειτουργία του Κράτους.
7. Απορρίφθηκαν δε ομοίως ως ερειδόμενοι επί ανακριβούς προϋπόθεσης οι ισχυρισμοί ότι οι Μουφτήδες είναι προεχόντως, αν όχι αποκλειστικώς, θρησκευτικοί και πνευματικοί λειτουργοί καθώς και ότι κατά πλάσμα δικαίου θεωρούνται ως δημόσιοι υπάλληλοι, η δε αντιμετώπισή τους ως δημοσίων υπαλλήλων κατά τη θέσπιση του επίδικου ορίου ηλικίας είναι εσφαλμένη, διότι αυτοί νοούνται ως δημόσιοι υπάλληλοι μόνον στο πλαίσιο της ασκήσεως των θρησκευτικών και πνευματικών τους καθηκόντων και μόνον εφόσον τούτο εναρμονίζεται με τον προέχοντα χαρακτήρα τους ως θρησκευτικών λειτουργών. Και τούτο, διότι, όπως κρίθηκε, η θέσπιση του εν λόγω ορίου ηλικίας υπαγορεύθηκε για τους προεκτεθέντες λόγους, ενώ οι Μουφτήδες είναι θρησκευτικοί λειτουργοί, που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχοντες θέση γενικού διευθυντή και έχουν τις κατά το Σύνταγμα και τους νόμους υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, στους οποίους ανατίθενται επιπλέον από τον νόμο δικαιοδοτικής φύσεως αρμοδιότητες ως προς ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των μουσουλμάνων Ελλήνων της περιφέρειάς τους, που επιλέγουν να υπαχθούν στη δικαιοδοσία τους.
8. Απορρίφθηκαν ακόμα ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι περί της παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, διότι, όπως κρίθηκε, με το άρθρο 48 του ν. 4559/2018 θεσπίσθηκε (το πρώτον) όριο ηλικίας ως λόγος αυτοδίκαιης λύσεως της υπηρεσιακής σχέσεως των Μουφτήδων και προβλέφθηκε ότι το όριο αυτό ηλικίας ισχύει και για υπηρετούντες Μουφτήδες. Οι διατάξεις αυτές περιέχουν απρόσωπες και αντικειμενικές ρυθμίσεις γενικής ισχύος και εξυπηρετούν τους αναφερθέντες σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, από καμία δε διάταξη δεν απορρέει δέσμευση του νομοθέτη να θεσπίσει μεταβατική διάταξη για τους υπηρετούντες Μουφτήδες που είχαν υπερβεί το επίδικο όριο ηλικίας και δεν είχε λήξει ακόμα η θητεία τους, λαμβανομένων μάλιστα υπ’ όψιν των προαναφερθέντων σκοπών δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους εξυπηρετεί η πρόβλεψη του ηλικιακού αυτού ορίου.
9. Κρίθηκε, εξάλλου, ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 περί υποχρεωτικής αποχωρήσεως από την υπηρεσία των Μουφτήδων και των Τοποτηρητών Μουφτήδων με τη συμπλήρωση της οριζόμενης ηλικίας, δεν παραβιάζουν τις Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης, διότι στις διατάξεις των Συνθηκών αυτών δεν γίνεται αναφορά στους θρησκευτικούς λειτουργούς της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης και στην ανάθεση δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στον Μουφτή, το δε ζήτημα του ηλικιακού ορίου για την αποχώρηση από την υπηρεσία των Μουφτήδων και των Τοποτηρητών Μουφτήδων δεν αφορά την οικογενειακή ή προσωπική κατάσταση της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, ώστε να πρέπει να ρυθμισθεί σύμφωνα με τα έθιμά της, σύμφωνα με τα άρθρα 42 και 45 της Συνθήκης της Λωζάνης. Είναι, συνεπώς, άμοιρο νομικής σημασίας από την εξεταζόμενη άποψη το αν ο Μουφτής παύεται με τη συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας του, σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις της μουσουλμανικής θρησκείας. Η ανάθεση, εξάλλου, δικαιοδοτικού έργου στους Μουφτήδες και ο χαρακτηρισμός αυτών ως δημοσίων υπαλλήλων που κατέχουν θέση γενικού διευθυντή, καθώς και η πρόβλεψη ότι οι Μουφτείες θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες, επιπέδου γενικής διευθύνσεως, δεν παραβιάζουν τις Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης, αφού, όπως προαναφέρθηκε, σε αυτές δεν γίνεται αναφορά στους θρησκευτικούς λειτουργούς της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ούτε στην άσκηση δικαιοδοτικών έργων από τους Μουφτήδες.
10. Απορριπτέοι δε κρίθηκαν και οι ισχυρισμοί ότι οι διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 παραβιάζουν, αφενός μεν, την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της πλήρους εξομοίωσης των μελών των μειονοτήτων με τους λοιπούς πολίτες των συμβαλλόμενων κρατών (Ελλάδας ή Τουρκίας), όσον αφορά την άσκηση των ατομικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων, κατά μείζονα δε λόγο την ίση μεταχείριση των θρησκευτικών τους λειτουργών που προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάνης, αφετέρου δε, την ισονομία και την ισότητα δικαιωμάτων, αδιακρίτως καταγωγής, γλώσσας και θρησκείας, καθώς και την ίση μεταχείριση χριστιανών και μουσουλμάνων κατά την άσκηση των θρησκευτικών τους ελευθεριών που προβλέπει η Συνθήκη των Σεβρών. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, οι εν λόγω θρησκευτικοί λειτουργοί είναι φορείς των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων που ισχύουν στην Ελλάδα, και ειδικότερα της θρησκευτικής ελευθερίας και της ισότητας, και δεν παραβιάζεται η απορρέουσα από τις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης για την προστασία των μειονοτήτων αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της πλήρους εξομοιώσεως των μελών των μειονοτήτων με τους λοιπούς υπηκόους των συμβαλλόμενων μερών (Ελλάδας ή Τουρκίας) ως προς την άσκηση των ατομικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων.
11. Απορρίφθηκαν, εξάλλου, και οι λόγοι ακυρώσεως ότι οι επίδικες διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 περί ορίου ηλικίας των Μουφτήδων παραβιάζουν την αρχή της αμοιβαιότητας, λόγω του ότι δεν προβλέπεται όριο ηλικίας για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και για τους Μητροπολίτες που ασκούν καθήκοντα στην Τουρκία. Και τούτο, διότι, όπως κρίθηκε, οι Μουφτήδες είναι Έλληνες και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αμοιβαιότητας.
12. Τέλος, απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως ότι οι διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 θεσπίζουν διάκριση λόγω ηλικίας ή θρησκείας που παραβιάζει τις διατάξεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ και του ν. 4443/2016. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 περί υποχρεωτικής αποχωρήσεως από την υπηρεσία των Μουφτήδων με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους καθιερώνουν άμεση διάκριση λόγω ηλικίας γι’ αυτούς σε σχέση με τους Μουφτήδες που δεν έχουν συμπληρώσει το ηλικιακό αυτό όριο, εξυπηρετούν όμως σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, που ευρίσκουν κατ’ αρχήν έρεισμα στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας  2000/78/ΕΚ, το θεσπιζόμενο δε με τις διατάξεις αυτές μέτρο είναι πρόσφορο και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου. Άλλωστε, η διάκριση αυτή λόγω ηλικίας δικαιολογείται και βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 της ως άνω οδηγίας. Τέλος, όπως κρίθηκε, οι εν λόγω διατάξεις δεν καθιερώνουν ανεπίτρεπτη άμεση διάκριση λόγω θρησκείας, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχ. α’ της οδηγίας 2000/78.
 
 
ΣτΕ 2102/2019 Ολομ. 
Πρόεδρος: κα Αικ. Σακελλαροπούλου
Εισηγητής: κ. Θ. Αραβάνης
Ακύρωση αναθεώρησης άδειας δόμησης στην περιοχή Μακρυγιάννη για λόγους προστασίας της Ακρόπολης
 
Με την 2102/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε εν μέρει δεκτή αίτηση ακυρώσεως κατοίκων της περιοχής Μακρυγιάννη και ακυρώθηκε η 24/2019 άδεια δόμησης της υπηρεσίας δόμησης του Δήμου Αθηναίων, για την αναθεώρηση οικοδομικής άδειας δεκαώροφου ξενοδοχείου ύψους 33 μ. με τρία υπόγεια, φυτεμένο δώμα και ασκεπή πισίνα στην οδό Φαλήρου 5 της ίδιας περιοχής, εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της πόλεως των Αθηνών.  Η αναθεώρηση αφορούσε, μεταξύ άλλων, την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στο φυτεμένο δώμα, οι οποίες συνεπάγονται την αύξηση του ύψους του κτιρίου. 
Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 24 παράγρ. 1 και 6 του Συντάγματος, 10, 14 και 50 του αρχαιολογικού νόμου (ν. 3028/2002), επανέλαβε κατ’ αρχάς την πάγια νομολογία του, κατά την οποία επεμβάσεις πλησίον μνημείου  επιτρέπονται μόνο κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού, μετά από γνωμοδότηση του αρμόδιου συμβουλίου. Ειδικά ως προς τις οικοδομικές εργασίες, εξετάζεται αν το κτίσμα, εν όψει των διαστάσεων, της μορφής και της απόστασής του από το μνημείο, δύναται να επιφέρει άμεση ή έμμεση βλάβη στο μνημείο και στον περιβάλλοντα χώρο του. Προστατευόμενο δε στοιχείο των μνημείων και του περιβάλλοντος αυτά χώρου συνιστά και η ανεμπόδιστη θέασή τους, καθώς και ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής, η οποία τελεί σε άμεση οπτική επαφή με τα μνημεία και είναι αναγκαία για την ανάδειξή τους. 
Ειδικά για την Ακρόπολη των Αθηνών επισημάνθηκε ότι, εν όψει της σημασίας των μνημείων της (Παρθενώνας, Προπύλαια, Ναός Απτέρου Νίκης, Ερέχθειο) για τον κλασικό πολιτισμό, έχει τύχει ειδικής κρατικής προστασίας, περιλαμβάνεται δε στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Περαιτέρω κρίθηκε ότι ο Υπουργός Πολιτισμού, με γνώμονα την αποτελεσματική προστασία των μνημείων, δύναται είτε να απαγορεύσει τη δόμηση, αν κρίνει ότι οι δυσμενείς επιπτώσεις για το μνημείο δεν αντιμετωπίζονται με άλλα μέτρα, είτε να την επιτρέψει υπό όρους, μεταξύ των οποίων και η μείωση του ύψους και του αριθμού των ορόφων του της οικοδομής. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής τα οικεία συμβούλια και ο Υπουργός δεν δεσμεύονται από τους γενικούς ή τους τυχόν ειδικούς όρους δόμησης της περιοχής.
Τέλος, καθ’ ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων και αυτών της δομικής νομοθεσίας, κρίθηκε ότι η απαιτούμενη κατά περίπτωση έγκριση ή άδεια του Υπουργού Πολιτισμού προηγείται κάθε πράξης διοικητικής αρχής που αφορά τη δόμηση του ακινήτου, όπως η προέγκριση, η άδεια δόμησης και η αναθεώρηση αυτών, εφ’ όσον επηρεάζει τη μορφή ή τις διαστάσεις του κτιρίου.
Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο ακύρωσε την προσβληθείσα αναθεώρηση διότι εκδόθηκε χωρίς να έχει ληφθεί προηγουμένως η έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού μετά από γνώμη του οικείου συμβουλίου, εν προκειμένω του Κ.Α.Σ., δεδομένου ότι η Ακρόπολη είναι μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η έλλειψη αυτή κρίθηκε ότι δεν αναπληρώνεται από προηγούμενες εγκρίσεις της Εφορείας Αρχαιοτήτων και του Υπουργού Πολιτισμού, διότι αυτές αφορούσαν είτε την τύχη των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν κατά τις εκσκαφές, είτε προγενέστερα αιτήματα για την ανέγερση οικοδομών, και μάλιστα αισθητά χαμηλότερων. 
Κατά την απόφαση, η ανάγκη ελέγχου της δόμησης ήταν εν προκειμένω επιτακτικότερη διότι η Διοίκηση, παρά την πάροδο μακρού χρόνου από την ένταξη της  περιοχής, η οποία ευρίσκεται στις παρυφές του Ιερού Βράχου, στον αρχαιολογικό χώρο των Αθηνών (2004), δεν μερίμνησε για τη θέσπιση ειδικών όρων δόμησης αυτής, με αποτέλεσμα την ελλιπή προστασία του σημαντικότερου μνημείου του κλασικού πολιτισμού. 
 
ΣτΕ 2103/2019 Ολομ.
Πρόεδρος: κ. Αικ. Σακελλαροπούλου
Εισηγητής: κ. Θ. Αραβάνης
Ακύρωση προέγκρισης οικοδομικής άδειας στην περιοχή Μακρυγιάννη λόγω ανάκλησης της άδειας του Υπουργού Πολιτισμού, στην οποία στηριζόταν η προέγκριση. 
 
Με την 2103/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε εν μέρει δεκτή αίτηση ακυρώσεως περιοίκων και ακυρώθηκε προέγκριση οικοδομικής άδειας της υπηρεσίας δόμησης του Δήμου Αθηναίων για την ανέγερση εννεαώροφου ξενοδοχείου με τρία υπόγεια και δώμα και την επισκευή διώροφου διατηρητέου κτιρίου στην περιοχή Μακρυγιάννη.
Κατά την απόφαση, η προέγκριση οικοδομικής άδειας είναι εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία παραδεκτώς προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως εφόσον δεν έχει εκδοθεί η οικοδομική άδεια. 
Περαιτέρω, το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 24 παράγρ. 1 και 6 του Συντάγματος, 10, 14 και 50 του αρχαιολογικού νόμου (ν. 3028/2002), επανέλαβε κατ’ αρχάς την πάγια νομολογία του, κατά την οποία επεμβάσεις πλησίον μνημείου  επιτρέπονται μόνο κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού, μετά από γνωμοδότηση του αρμόδιου συμβουλίου. Ειδικά ως προς τις οικοδομικές εργασίες, εξετάζεται αν το κτίσμα, εν όψει των διαστάσεων, της μορφής και της απόστασής του από το μνημείο, δύναται να επιφέρει άμεση ή έμμεση βλάβη στο μνημείο και στον περιβάλλοντα χώρο του. Προστατευόμενο δε στοιχείο των μνημείων και του περιβάλλοντος αυτά χώρου συνιστά και η ανεμπόδιστη θέασή τους, καθώς και ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής, η οποία τελεί σε άμεση οπτική επαφή με τα μνημεία και είναι αναγκαία για την ανάδειξή τους. 
Ειδικά για την Ακρόπολη των Αθηνών, επισημάνθηκε ότι, εν όψει της σημασίας των μνημείων της (Παρθενώνας, Προπύλαια, Ναός Απτέρου Νίκης, Ερέχθειο) για τον κλασικό πολιτισμό, έχει τύχει ειδικής κρατικής προστασίας, περιλαμβάνεται δε στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Περαιτέρω κρίθηκε ότι ο Υπουργός Πολιτισμού, με γνώμονα την αποτελεσματική προστασία των μνημείων, δύναται είτε να απαγορεύσει τη δόμηση, αν κρίνει ότι οι δυσμενείς επιπτώσεις για το μνημείο δεν αντιμετωπίζονται με άλλα μέτρα, είτε να την επιτρέψει υπό όρους, μεταξύ των οποίων και η μείωση του ύψους και του αριθμού των ορόφων του της οικοδομής. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής τα οικεία συμβούλια και ο Υπουργός δεν δεσμεύονται από τους γενικούς ή τους τυχόν ειδικούς όρους δόμησης της περιοχής.
Τέλος, καθ’ ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων και αυτών της δομικής νομοθεσίας, κρίθηκε ότι η απαιτούμενη κατά περίπτωση έγκριση ή άδεια του Υπουργού Πολιτισμού προηγείται κάθε πράξης διοικητικής αρχής που αφορά τη δόμηση του ακινήτου, όπως η προέγκριση, η άδεια δόμησης και η αναθεώρηση αυτών, εφ’ όσον επηρεάζει τη μορφή ή τις διαστάσεις του κτιρίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, πριν την  προέγκριση της οικοδομικής άδειας είχε χορηγηθεί έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, μετά από γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ. Μεταγενεστέρως όμως η εγκριση αυτή ανακλήθηκε, μετά νεώτερη γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ., για λόγους νομιμότητας. Εν όψει τούτου το Δικαστήριο ακύρωσε την προέγκριση της οικοδομικής άδειας διότι αυτή απώλεσε το νόμιμο έρεισμά της. 
Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *