Αποφάσεις Ολομελείας Συμβουλίου της Επικρατείας

2155/2015 Ολομ.ΣτΕ Επιβολή πολλαπλάσιου παραβόλου άρθρου 34Α παρ.3 π.δ.18/1989 και σε βάρος ν.π.δ.δ. – ΟΤΑ

Η περί του πολλαπλασιασμού του παραβόλου διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 34Α του π.δ.18/1989, στην περίπτωση που ο διάδικος ηττάται και πάλι μετά την ακροατηρίου συζήτηση, τυγχάνει εφαρμογής και επί διαδίκων -ν.π.δ.δ. – Ο.Τ.Α. Τούτο διότι ο νομοθέτης αποβλέπει σε σκοπό εν μέρει διαφορετικό από αυτόν, που επιδιώκεται με το συνήθως καταβαλλόμενο παράβολο (που αφορά την έναρξη της δίκης) και, συγκεκριμένα, αποσκοπεί στην επιβολή κυρώσεως σε βάρος του διαδίκου, ο οποίος εμμένει, αβασίμως, όπως αποδεικνύεται, στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενός ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, το οποίο έχει ήδη απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο κατά τη προηγηθείσα εν συμβουλίω διαδικασία. Η ειδική δε αυτή νομοθετική πρόβλεψη αποβλέπει στην αποτροπή ασκήσεως απερίσκεπτων και αστήρικτων αιτήσεων συζητήσεως επ’ ακροατηρίου προς διαφύλαξη του ωφελίμου αποτελέσματος της νομοθετικής προβλέψεως της διαδικασίας εν συμβουλίω. Επομένως, εν όψει του ως άνω σκοπού που υπηρετεί η επιβολή του αυξημένου παραβόλου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτό δύναται να επιβληθεί και στα ν.π.δ.δ. και τους Ο.Τ.Α, ανεξαρτήτως του ότι αυτά απαλλάσσονται γενικώς από την καταβολή παραβόλου κατά την άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων. Την άποψη αυτή δεν δύναται να κλονίσει η χρήση του όρου «παράβολο» και στην επίμαχη διάταξη της παρ. 3 άρθρ. 34Α του π.δ/τος 18/1989, διότι εν προκειμένω η χρήση του όρου αυτού γίνεται για λόγους τεχνικούς, δηλαδή για τον υπολογισμό του ύψους της κυρώσεως. Εξάλλου, η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, που θα επέτρεπε την, κατά τα ανωτέρω, άνευ οιασδήποτε συνεπείας άσκηση από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (και τα ν.π.δ.δ.) αιτήσεων συζητήσεως επί ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, τα οποία έχουν ήδη κριθεί προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα με απόφαση εν συμβουλίω, θα αντέκειτο και στην, απορρέουσα από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α΄ 256), αρχή της δικονομικής ισότητας (πρβλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υπόθεση Πλατάκου κατά Ελλάδος, 11.1.2001, ΣτΕ 2807/2002 Ολ., 3060/2013 7μ.). Και τούτο, διότι, εφόσον έχει ήδη εξενεχθεί δικαστική κρίση επί της συγκεκριμένης υποθέσεως, η εξαίρεση των ως άνω νομικών προσώπων από την επιβολή της επίδικης κυρώσεως θα τα έθετε σε σαφώς πλεονεκτικότερη θέση έναντι των ιδιωτών διαδίκων, χωρίς αυτό να δικαιολογείται ούτε από την τυχόν ιδιαίτερη δικονομική τους θέση (πρβλ. ΣτΕ 647/2004 Ολ.), ούτε από τη φύση των σχετικών υποθέσεων ούτε από οποιονδήποτε άλλο λόγο δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου, άλλωστε, ότι ουδεμία τέτοια αναφορά γίνεται στην οικεία εισηγητική έκθεση (του ν.3772/2009).

2563/2015 Ολομ.ΣτΕ Ειδική εισφορά αλληλεγγύης – τέλος επιτηδεύματος

Η κατά τη διάταξη του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 ειδική εισφορά αλληλεγγύης, επιβάλλεται, ως μέτρο αναγκαίο, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, στο άνω ορισμένου ορίου ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, των φυσικών προσώπων, που προκύπτει κατά τις διαχειριστικές χρήσεις των ετών 2010 έως και 2014. Το ύψος της υπολογίζεται επί ολοκλήρου του ποσού του εν λόγω εισοδήματος, με συντελεστή ο οποίος, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο νόμο, βαίνει αυξανόμενος κατά κατηγορίες εισοδημάτων, όπως αυτά προκύπτουν για τα αντίστοιχα οικονομικά έτη 2011 – 2015 από τους οικείους τίτλους και ανεξάρτητα εάν είναι ή όχι φορολογητέα κατά τη νομοθεσία περί φορολογίας του εισοδήματος. Υπό τα δεδομένα αυτά, όπως παγίως έχει κριθεί σε ανάλογες περιπτώσεις επιβολής εκτάκτων εισφορών (ΣτΕ 1685, 3408, 3409/2013 Ολομ., 1317, 1318/1979, Ολομ. κ.α.), η εν λόγω εισφορά δεν έχει ως αντικείμενο τα πιο πάνω εισοδήματα επί των οποίων επιβάλλεται, ώστε να τίθεται ζήτημα αναδρομικής φορολόγησής τους κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος. Απλώς, τα εισοδήματα αυτά θεωρήθηκαν, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ως τα πλέον ασφαλή στοιχεία διαγνώσεως της φοροδοτικής ικανότητας, στην οποία απέβλεψε, απετέλεσαν, δηλαδή, το κριτήριο και, συνακόλουθα, τη βάση επιβολής της έκτακτης εισφοράς, έτσι ώστε να επιβαρυνθούν με την εισφορά οι φορολογούμενοι σύμφωνα με την κατηγορία του εισοδήματος στην οποία ανήκουν. Περαιτέρω, όμως, εφ’ όσον η επίδικη εισφορά αποβλέπει, πάντως, στο εισόδημα ως κριτήριο φοροδοτικής ικανότητας για καθένα από τα ως άνω οικονομικά έτη κατά τα οποία επιβάλλεται (2011 – 2015), για να είναι πρόσφορο το κριτήριο αυτό από την εν λόγω άποψη και, συνακόλουθα, σύμφωνο με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να προκύπτει, ενόψει και της διάρκειας επιβολής της εισφοράς, ότι το εισόδημα στο οποίο αυτή αναφέρεται έχει πράγματι κτηθεί κατά το αντίστοιχο οικονομικό έτος. Και ναι μεν δεν αποκλείεται ο τεκμαρτός προσδιορισμός του εν λόγω εισοδήματος βάσει δαπανών που έχουν διενεργηθεί κατά το οικείο έτος, και στην περίπτωση όμως αυτή, για να αποτελέσει εγκύρως, κατά τα προεκτεθέντα, το εισόδημα τη βάση επιβολής της έκτακτης εισφοράς, πρέπει να συνάγεται όντως η πραγματοποίησή του κατά το κρίσιμο έτος από τις αντίστοιχες δαπάνες, πρέπει δηλαδή, μεταξύ άλλων, να μην καλύπτονται οι τελευταίες από ανάλωση κεφαλαίου που έχει προκύψει και φορολογηθεί σε προηγούμενα έτη. Και τούτο, διότι στην αντίθετη περίπτωση, θα επρόκειτο περί πλασματικού εισοδήματος, με αποτέλεσμα η εισφορά να επιβάλλεται με κριτήριο ανύπαρκτη φορολογική ύλη και να απολήγει έτσι σε φορολόγηση ασύνδετη με τη φοροδοτική ικανότητα του υποκειμένου της, κατά παράβαση της πιο πάνω συνταγματικής διατάξεως. Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη του 29 παρ. 2 εδαφ. β΄ του ν. 3986/2011, που ορίζει ότι το ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα επί του οποίου υπολογίζεται το ύψος της επίδικης εισφοράς λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, κατά το μέρος που αναφέρεται στις μειώσεις του άρθρου 19 παρ. 2 εδαφ. ζ΄, αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως και η αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου 1 εδαφ. 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία επαναλαμβάνει τη ρύθμιση αυτή, και η οποία πρέπει, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, να ακυρωθεί

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *