1137/2014 AΤμήμα
Απόδραση συλληφθέντος κατά τη μεταγωγή του σε Α.Τ. Θέση υπό ομηρία ιδιοκτήτη παρακείμενης αγροικίας, με απειλή της ζωής του. Κρίνεται ότι οι Αρχιφύλακες που μετέφεραν τον συλληφθέντα, τελούντες σε διατεταγμένη υπηρεσία μεταγωγής του στο πιο πάνω Α.Τ., διέπραξαν από αμέλεια πράξεις και υπέπεσαν σε παραλείψεις, όπως μη δέσμευση του κρατουμένου με χειροπέδες, τοποθέτησή του στο πίσω κάθισμα του περιπολικού αυτοκινήτου χωρίς να παρακάθεται συνοδός για να τον επιβλέπει, πλημμελή φύλαξη του υπηρεσιακού περιστρόφου εκ μέρους του πρώτου αστυνομικού-οδηγού με την τοποθέτηση του σε μέρος προσιτό στον κρατούμενο και χωρίς επαρκή επιτήρηση, οι οποίες συνιστούν πειθαρχικά, αλλά και ποινικά αδικήματα και οδήγησαν στην αρπαγή του υπηρεσιακού περιστρόφου από τον κρατούμενο και, με τη χρήση αυτού, στη διαφυγή του. Μεταξύ δε των ανωτέρω ενεργειών και παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων και της κατάστασης, στην οποία περιήλθε ο εκκαλών-εφεσίβλητος συνεπεία, αφενός, της απειλής της ζωής του από τον οπλισμένο με το αφαιρεθέν από τους αστυνομικούς υπηρεσιακό περίστροφο, δράστη και, αφετέρου, της απαγωγής του από το δράστη και της παράνομης κατακράτησής του υπό ομηρία με συνεχή και εξαιρετικό κίνδυνο ζωής, υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, καθόσον η από αμέλεια ελευθέρωση του κρατούμενου δράστη και η αρπαγή του υπηρεσιακού περιστρόφου ενός εκ των αστυνομικών όχι μόνον μπορεί θεωρηθεί αντικειμενικώς πρόσφορη αιτία για τη δημιουργία της ανωτέρω κατάστασης, στην οποία περιήλθε ο εκκαλών-εφεσίβλητος, αλλά αποτέλεσε και την αιτία αυτής, δεδομένου ότι η απαγωγή και ομηρία του τελευταίου από τον ένοπλο δράστη αποτέλεσε μέσο για την διευκόλυνση της οριστικής απόδρασής του, η οποία, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, δεν είχε ακόμη επιτευχθεί. Ο αιτιώδης σύνδεσμος δεν διακόπηκε ούτε ατόνησε, καθόσον μεταξύ της ελευθέρωσης του κρατουμένου και του εξοπλισμού του με το υπηρεσιακό περίστροφο -λόγω της αμελούς φύλαξής του από τον προαναφερόμενο αστυνομικό- και της θέσης του εκκαλούντος-εφεσιβλήτου σε κατάσταση ομηρίας, υπάρχει χρονική και τοπική εγγύτητα, αφού μεσολάβησε μικρό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο υπήρχε καταδίωξη από τους προαναφερόμενους αστυνομικούς. Ενόψει των ανωτέρω και λαμβανομένου, περαιτέρω, υπόψη ότι τα αστυνομικά όργανα έχουν ως αποστολή, μεταξύ άλλων, την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία των ατομικών ελευθεριών των πολιτών, όπως της ζωής και της περιουσίας τους και, ως εκ τούτου, η προσβολή των δικαιωμάτων αυτών από τρίτους ένεκα πράξεων ή παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων, κατά την ενάσκηση της δημοσίας εξουσίας τους, είναι δυνατόν να στοιχειοθετήσει υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, το Δικαστήριο κρίνει ότι στοιχειοθετείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου. Επικυρώνεται η σχετική κρίση της 1767/2011 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Περιορισμός του επιδικασθέντος ποσού χρηματικής ικανοποίησης.
912/2014 Δ Τμήμα
Ο εκκαλών, με την κύρια και την παρεμπίπτουσα αγωγή του, είχε ζητήσει να του καταβληθεί, κατ’εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, αποζημίωση, για την αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστη εξαιτίας του παράνομου και αντισυνταγματικού αποκλεισμού του από τους δικαιούχους του μερίσματος, το οποίο προήλθε από την αναφερόμενη σ΄αυτές αναγκαστική απαλλοτρίωση. Ειδικότερα προέβαλε ότι ο αποκλεισμός του ήταν αντισυνταγματικός, ζητούσε δε, επικαλούμενος την αρχή της ισότητας, οι ανυπόστατες, όπως συνομολογούσε, λόγω μη δημοσίευσής τους, αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, οι οποίες μη νομίμως είχαν τύχει εφαρμογής σε άλλους συναδέλφους του, να αποτελέσουν τη νόμιμη βάση και για την ικανοποίηση της δικής του αξίωσης. Με βάση τις αιτιάσεις αυτές του εκκαλούντος, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποφάνθηκε για τη νομιμότητα του αποκλεισμού του από τους δικαιούχους της διανομής του μερίσματος και τη (μη) νομιμότητα, γενικά, της αξίωσής του. Ορθή η κρίση της εκκαλούμενης. Επικυρώνεται η 76/2007 οριστική απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης (Μεταβατική ΄Εδρα Φλώρινας)
379/2014 Γ Τμήμα
Η εκκαλούσα εταιρεία είχε ζητήσει να υποχρεωθεί το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει νομιμοτόκως, αποζημίωση για την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη από παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς της, ενέργειες και παραλείψεις οργάνων της Δ.Ο.Υ. Νεάπολης και της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλονίκης.
Η μη ενημέρωση του μητρώου της εκκαλούσας στην αρμόδια φορολογική αρχή, ανεξάρτητα από το αν αυτή οφείλεται σε παράνομες ή όχι παραλείψεις των αρμόδιων οργάνων του εφεσίβλητου, δεν επέφερε αναστολή της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της ή μείωση αυτής, αφού κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο του φακέλου, ενώ, άλλωστε, η εκκαλούσα δεν ισχυρίζεται ότι θα είχε ευρύτερο κύκλο εργασιών, αν δεν υφίστατο η ανωτέρω παράλειψη. Εξάλλου, ούτε αδυναμία εκτέλεσης των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η εκκαλούσα με συμβολαιογραφική πράξη μίσθωσης του λατομείου της αποδεικνύεται, ούτε αδυναμία παράτασης του χρόνου λήξης της. Οι δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε η εκκαλούσα για δικαστικές ενέργειες , οι οποίες συναρτώνται κατ’αρχάς με το γεγονός ότι εταίρος της δεν κατείχε ΑΦΜ και οι κληρονόμοι του αρνήθηκαν να συμπράξουν με το διαχειριστή της εκκαλούσας, προκειμένου να καταστούν εταίροι κατά τα εταιρικά μερίδια του αποβιώσαντος, είναι αποτέλεσμα της νομικής συμβουλής που έλαβε η εκκαλούσα και πάντως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή υποχρεώθηκε προς τούτο από όργανα της Δ.Ο.Υ. Νεάπολης και της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλονίκη.Ακόμη δε και αν υποτεθεί ότι υπήρξε σχετική υπόδειξη, τούτο δε σημαίνει ότι η εκκαλούσα ήταν αναγκασμένη να προβεί σε τέτοιες ενέργειες, αφού αυτές θα μπορούσαν να διενεργηθούν μόνο μετά από τη μεσολάβηση του νομικού συμβούλου της. Το ίδιο, εξάλλου, ισχύει και για τις δαπάνες σύνταξης και αποστολής εξώδικης διαμαρτυρίας της εκκαλούσας, η οποία υπήρξε αποτέλεσμα σχετικής νομικής συμβουλής που της παρασχέθηκε. Τέλος, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα υπέστη υλική ζημία, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την άρνηση των οργάνων του εφεσίβλητου να ενημερώσουν το φορολογικό της μητρώο και να της χορηγήσουν θεωρημένο αντίγραφο συμβολαιογραφικής πράξης, και εφόσον δεν προκύπτει ούτε μείωση της αξιοπιστίας της και της προσωπικότητάς της, δεν τίθεται θέμα πρόκλησης ηθικής βλάβης σ’ αυτήν από την ίδια άρνηση. Επικυρώνεται η 3988/2009 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.