ΔΕΑ 3812/2016 13ο Τριμελές
Πρόκληση ηθικής βλάβης από παράλειψη οργάνων δικαστικής λειτουργίας
Εφ` όσον το Σύνταγμα, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (ΣτΕ Ολομ.1501/2014).
Για να στοιχειοθετηθεί προσβολή της προσωπικότητας του εκκαλούντος και επομένως η ηθική του βλάβη από την επικαλούμενη, ως προδήλως εσφαλμένη, παράλειψη των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας να εξετάσουν τον ισχυρισμό του περί κακοποιήσεώς του από τα αστυνομικά όργανα κατά το στάδιο της προανάκρισης και της κράτησής του, θα έπρεπε να αποδειχθεί από τον εκκαλούντα η βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών δεν απέδειξε την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητάς του και τη συνακόλουθη ηθική του βλάβη, ώστε να πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις των άρθρων 105 του ΕισΝΑΚ και 932 του ΑΚ, η δε παράλειψη των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας να εξετάσουν τον ανωτέρω αβάσιμο ισχυρισμό δεν μπορεί να θεωρηθεί, «πρόδηλο σφάλμα». Τέλος, η μη εξέταση του ανωτέρω ισχυρισμού, αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, κατά την εκδίκαση της αίτησης αναιρέσεως του εκκαλούντος, εφόσον ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε προβληθεί από τον εκκαλούντα με την ασκηθείσα αίτησης αναιρέσεως, δεν θα μπορούσε, υπό καμία έννοια, να θεωρηθεί «πρόδηλο σφάλμα» των δικαστών που την εξέδωσαν.
ΔΕΑ 4333/2016 13ο Τριμελές
“Καταγγελία” σύμβασης προμήθειας, ανάπτυξης και εγκατάστασης Συστήματος Νόμιμης Επισύνδεσης
Η απόφαση με την οποία «καταγγέλθηκε» σύμβαση προμήθειας, ανάπτυξης και εγκατάστασης ενός σύγχρονου Συστήματος Νόμιμης Επισύνδεσης, από μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, πρέπει να ερμηνευθεί ως κήρυξη της προμηθεύτριας-προσφεύγουσας εταιρείας έκπτωτης από αυτή, διότι με βάση το π.δ.394/1996 δεν νοείται καταγγελία της σύμβασης, αλλά κήρυξη του προμηθευτή έκπτωτου από αυτήν, σε περίπτωση που παραβιάζει τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Η προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της απόφασης, με την οποία κηρύχθηκε έκπτωτη, αποτελεί την κατ΄ άρθρο 15 παρ. 5 του π.δ. 394/1996 διοικητική προσφυγή, η οποία δεν έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, αλλά αποτελεί προσφυγή νομιμότητας, η προηγούμενη άσκηση της οποίας δεν αποτελεί κατά νόμο προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος που ασκείται κατά της απόφασης, με την οποία κηρύσσεται έκπτωτος ο προμηθευτής.
Κρίνεται ότι συνέτρεξε σοβαρή παραβίαση των όρων της συναφθείσας σύμβασης, ως προς τον χρόνο αποκατάστασης των προβλημάτων, καθώς και παράβαση του άρθρου 8 παρ. 4 και 5 αυτής και ότι νομίμως κρίθηκε ότι επήλθε απομείωση της αξιοπιστίας της αντισυμβαλλόμενης- προσφεύγουσας. Επομένως νομίμως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή της προσφεύγουσας κατά της απόφασης περί κηρύξεώς της έκπτωτης από τη σχετική διοικητική σύμβαση.
ΔΕΑ 3996/2016 3ο Τριμελές
Φόρος εισοδήματος λόγω ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων, που χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών των άρθρων 2 και 3 του Ν. 3220/2004
Οι διατάξεις των άρθρων 47 του Ν. 3614/2007 και 169 του Ν. 4099/2012, με τις οποίες, σε συμμόρφωση προς αποφάσεις της Επιτροπής και του ΔΕΚ, προβλέπεται η ανάκτηση των παράνομων κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Ν. 3220/2004, αποτελούν μέτρα επιβεβλημένα από την υποχρέωση, κατά τους κανόνες της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, ανάκτησης κρατικής οικονομικής ενίσχυσης αντίθετης προς τους κανόνες αυτούς και δεν συνιστούν άρση (και δη αναδρομική) φορολογικής απαλλαγής, ώστε να τίθεται ζήτημα παραβίασης από τις διατάξεις αυτές του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 3157/2007, 1861/2004, 1333-1335/2002 7μ.).
Οι ένδικες δαπάνες, ναι μεν σχηματίστηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Ν. 3220/2004, όμως θα μπορούσαν να ενταχθούν στις διατάξεις του Ν. 2601/1998, ο οποίος εξακολουθούσε να ισχύει κατά το χρόνο πραγματοποίησής τους. Η προσφεύγουσα δήλωσε με συμπληρωματική δήλωση, τις ως άνω δαπάνες ως υπαγόμενες στο Ν. 2601/1998 και δεν αμφισβητούνται οι επιμέρους προϋποθέσεις ένταξης των δαπανών αυτών στον εν λόγω νόμο. Δεν προκύπτει από κάποια διάταξη νόμου ότι είναι ανακτήσιμες οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν πριν την ισχύ του Ν. 3220/2004, ούτε επίσης προκύπτει από κάποια διάταξη νόμου ότι είναι ανακτήσιμες όλες οι επενδυτικές δαπάνες που μπορούσαν να επιτευχθούν χωρίς την κρατική ενίσχυση, αφού η τελευταία χορηγείται υπό τη μορφή φορολογικής απαλλαγής και όχι υπό τη μορφή οικονομικής επιχορήγησης προγενέστερης της πραγματοποίησης της επένδυσης. Ενόψει τούτων, κρίνεται ότι μη νόμιμα έγινε ανάκτηση των δαπανών, που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα κατά την ένδικη χρήση και επιβλήθηκε φόρος εισοδήματος και τόκοι επί του ποσού αυτού.
http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/defeteioath/apofaseis?