Αποφάσεις Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Δεκεμβρίου 2015

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) Στην υπόθεση C‑239/14,

 «Προδικαστική παραπομπή — Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης — Οδηγία 2005/85/ΕΚ — Ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα — Άρθρο 39 — Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής — Πολλαπλές αιτήσεις ασύλου — Μη ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής κατά αποφάσεως της αρμόδιας αρχής περί μη περαιτέρω εξετάσεως μεταγενέστερης αιτήσεως ασύλου — Κοινωνική προστασία — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 19, παράγραφος 2 — Άρθρο 47»

Το άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 19, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η προσφυγή που ασκείται κατά αποφάσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, περί μη περαιτέρω εξετάσεως μεταγενέστερης αιτήσεως ασύλου.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) Στην υπόθεση C‑402/14,

 «Προδικαστική παραπομπή — Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Φορολογικές διατάξεις — Εσωτερικοί φόροι — Δασμοί ταμιευτικού χαρακτήρα — Επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος — Διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων — Άρθρο 30 ΣΛΕΕ — Άρθρο 110 ΣΛΕΕ — Οδηγία 92/12/ΕΟΚ — Άρθρο 3, παράγραφος 3 — Οδηγία 2008/118/ΕΚ — Άρθρο 1, παράγραφος 3 — Μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο — Άμεσο αποτέλεσμα — Επιβολή τέλους ταξινομήσεως σε αυτοκίνητα οχήματα κατά την εισαγωγή τους στο έδαφος κράτους μέλους — Τέλος που συνδέεται με την ταξινόμηση και την ενδεχόμενη θέση σε κυκλοφορία του οχήματος — Απόρριψη της αιτήσεως επιστροφής του τέλους σε περίπτωση μη ταξινομήσεως του οχήματος»

1) Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, έχει την έννοια ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα, ώστε να είναι δυνατή η επίκλησή του από ιδιώτη ενώπιον εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του ιδίου και κράτους μέλους.

2) Το άρθρο 30 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε πρακτική κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, βάσει της οποίας δεν επιστρέφεται το τέλος ταξινομήσεως που εισπράττεται κατά την εισαγωγή αυτοκινήτων οχημάτων από άλλα κράτη μέλη, μολονότι τα συγκεκριμένα οχήματα τα οποία δεν ταξινομήθηκαν ποτέ στο εν λόγω κράτος μέλος επανεξήχθησαν σε άλλο κράτος μέλος.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) Στην υπόθεση C‑407/14,

Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 2006/54/ΕΚ — Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης — Απόλυση που ενέχει δυσμενή διάκριση — Άρθρο 18 — Αποζημίωση ή αποκατάσταση της ζημίας που πράγματι προκλήθηκε — Αποτρεπτικός χαρακτήρας — Άρθρο 25 — Κυρώσεις —Αποζημίωση τιμωρητικού χαρακτήρα»

Το άρθρο 18 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εξασφαλίζεται η πραγματική και αποτελεσματική αποζημίωση ή αποκατάσταση, κατά τρόπο αποτρεπτικό και αναλογικό, για τη ζημία που προκλήθηκε από δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, το άρθρο αυτό επιβάλλει στα κράτη μέλη που επιλέγουν τη χρηματική μορφή αποζημιώσεως να θεσπίσουν στην εσωτερική έννομη τάξη τους, κατά τον τρόπο που αυτά καθορίζουν, μέτρα τα οποία προβλέπουν την καταβολή στον ζημιωθέντα αποζημιώσεως που καλύπτει πλήρως την προκληθείσα ζημία

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) Στην υπόθεση C‑419/14,

 

«Προδικαστική παραπομπή — Φόρος προστιθεμένης αξίας — Οδηγία 2006/112/ΕΚ — Άρθρα 2, 24, 43, 250 και 273 — Τόπος παροχής προκειμένου περί υπηρεσιών που παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα — Τεχνητός καθορισμός του τόπου αυτού μέσω μεθοδεύσεως χωρίς οικονομική υπόσταση — Κατάχρηση δικαιώματος — Κανονισμός (ΕΕ) 904/2010 — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρα 7, 8, 41, 47, 48, 51, παράγραφος 1, 52, παράγραφοι 1 και 3 — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα ακροάσεως — Χρησιμοποίηση από τη φορολογική αρχή αποδείξεων που συνελέγησαν στο πλαίσιο μη ολοκληρωθείσας παράλληλης ποινικής διαδικασίας εν αγνοία του υποκειμένου στον φόρο — Παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών και κατάσχεση ηλεκτρονικών μηνυμάτων» 

1) Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι, για να εκτιμηθεί αν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, σύμβαση παραχωρήσεως αδείας με αντικείμενο τη μίσθωση τεχνογνωσίας που καθιστά δυνατή την εκμετάλλευση διαδικτυακού τόπου μέσω του οποίου παρέχονται διαδραστικές οπτικοακουστικές υπηρεσίες, συναφθείσα με εταιρία εγκατεστημένη σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένη η δικαιοπάροχος εταιρία, με σκοπό την υπαγωγή σε χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ επί των εν λόγω υπηρεσιών εντός αυτού του άλλου κράτους μέλους, το γεγονός ότι ο διαχειριστής και μοναδικός μέτοχος της δικαιοπαρόχου εταιρίας είναι ο δημιουργός της εν λόγω τεχνογνωσίας, ότι το άτομο αυτό ασκούσε επιρροή ή έλεγχο στην ανάπτυξη και στην εκμετάλλευση της εν λόγω τεχνογνωσίας και στην παροχή των υπηρεσιών που στηρίζονταν σε αυτήν, ότι οι επίμαχες υπηρεσίες παρέχονταν μέσω υπεργολάβων οι οποίοι είχαν την ευθύνη για την οικονομική διαχείριση, για το προσωπικό και για τα αναγκαία τεχνικά μέσα, όπως και οι λόγοι που οδήγησαν τη δικαιοπάροχο εταιρία να εκμισθώσει την ως άνω τεχνογνωσία σε εγκατεστημένη εντός του άλλου αυτού κράτους μέλους εταιρία αντί να την εκμεταλλευτεί η ίδια, συνιστούν στοιχεία τα οποία δεν έχουν αποφασιστική σημασία καθαυτά.  

Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης για να προσδιορίσει αν η σύμβαση αυτή αποτελούσε ένα καθαρά επίπλαστο σχήμα που συγκαλύπτει το γεγονός ότι οι επίμαχες υπηρεσίες δεν παρέχονταν όντως από τη δικαιοδόχο εταιρία, αλλά στην πραγματικότητα από τη δικαιοπάροχο εταιρία, ερευνώντας ιδίως αν ο προσδιορισμός του τόπου της έδρας της οικονομικής δραστηριότητας ή της μόνιμης εγκαταστάσεως της δικαιοδόχου εταιρίας ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα ή αν η εταιρία αυτή, στο πλαίσιο της ασκήσεως της σχετικής οικονομικής δραστηριότητας, είχε την κατάλληλη οργανωτική δομή όσον αφορά την ύπαρξη εγκαταστάσεων, προσωπικού και τεχνικών μέσων, ή ακόμη αν η εν λόγω εταιρία ασκούσε την οικονομική αυτή δραστηριότητα στο όνομά της και για δικό της λογαριασμό, ιδία ευθύνη και ιδίω κινδύνω.

 

2) Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση διαπιστώσεως καταχρηστικής πρακτικής έχουσας ως αντικείμενο τον προσδιορισμό του τόπου της παροχής υπηρεσιών εντός κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο που θα λαμβανόταν υπόψη αν δεν υφίστατο η εν λόγω καταχρηστική πρακτική, το γεγονός ότι ο φόρος προστιθεμένης αξίας καταβλήθηκε εντός αυτού του άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του δεν εμποδίζει την έκδοση διορθωτικής πράξεως επιβολής του φόρου αυτού εντός του κράτους μέλους του τόπου όπου παρασχέθηκε πράγματι η επίμαχη υπηρεσία.

 

3) Ο κανονισμός (ΕΕ) 904/2010 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2010, για τη διοικητική συνεργασία και την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή κράτους μέλους που εξετάζει το απαιτητό του φόρου προστιθεμένης αξίας για παροχή υπηρεσιών που έχουν ήδη επιβαρυνθεί με τον φόρο αυτόν εντός άλλων κρατών μελών υποχρεούται να υποβάλει αίτημα παροχής πληροφοριών στις φορολογικές αρχές αυτών των άλλων κρατών μελών όταν ένα τέτοιο αίτημα είναι χρήσιμο, ή ακόμα και αναγκαίο, για να προσδιοριστεί αν ο φόρος προστιθεμένης αξίας είναι απαιτητός εντός του πρώτου κράτους μέλους.

 

4) Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει τη δυνατότητα της εκ μέρους της φορολογικής αρχής χρησιμοποιήσεως, για τους σκοπούς εφαρμογής των άρθρων 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, 325 ΣΛΕΕ, 2, 250, παράγραφος 1, και 273 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, προκειμένου η αρχή αυτή να διαπιστώσει την ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας, αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν στο πλαίσιο παράλληλης αλλά μη ακόμη ολοκληρωθείσας ποινικής διαδικασίας, εν αγνοία του υποκειμένου στον φόρο, για παράδειγμα προερχόμενων από παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών και από κατάσχεση ηλεκτρονικών μηνυμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι η συλλογή των αποδεικτικών αυτών στοιχείων στο πλαίσιο της εν λόγω ποινικής διαδικασίας και η χρησιμοποίησή τους στη διοικητική διαδικασία δεν προσβάλλουν τα δικαιώματα τα οποία εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης.

 

 

Υπό συνθήκες όπως αυτές της κύριας δίκης, δυνάμει των άρθρων 7, 47 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο το οποίο ελέγχει τη νομιμότητα αποφάσεως περί εκδόσεως διορθωτικής πράξεως επιβολής φόρου προστιθεμένης αξίας που στηρίζεται σε τέτοια αποδεικτικά στοιχεία να εξακριβώσει, αφενός, αν η παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών και η κατάσχεση ηλεκτρονικών μηνυμάτων ήταν μέσα έρευνας προβλεπόμενα από τον νόμο και αν ήταν αναγκαία στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και, αφετέρου, αν η χρησιμοποίηση από την ως άνω αρχή των αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν με τα μέσα αυτά ήταν επίσης επιτρεπτή βάσει του νόμου και αναγκαία. Σε αυτό εναπόκειται, επιπροσθέτως, να εξακριβώσει αν, σύμφωνα με τη γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, ο υποκείμενος στον φόρο είχε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας τη δυνατότητα προσβάσεως στα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία και υποβολής των παρατηρήσεών του επ’ αυτών. Αν διαπιστώσει ότι ο ως άνω υποκείμενος στον φόρο δεν είχε τη δυνατότητα αυτή ή ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία συνελέγησαν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ή χρησιμοποιήθηκαν στη διοικητική διαδικασία κατά παράβαση του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να μη λάβει υπόψη τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία και να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση αν αυτή, για τον ως άνω λόγο, στερείται ερείσματος. Επίσης πρέπει να μη ληφθούν υπόψη τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία αν το προαναφερθέν δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγξει αν αυτά συνελέγησαν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή δεν μπορεί τουλάχιστον να βεβαιωθεί, βάσει του ελέγχου στον οποίο προέβη το ποινικό δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας με δυνατότητα προβολής της απόψεως του ενδιαφερομένου, ότι τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν σύμφωνα με το δίκαιο αυτό.

 

 

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *