ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 27ης Σεπτεμβρίου 2017 C73/16
«Προδικαστική παραπομπή – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 7, 8 και 47 – Οδηγία 95/46/ΕΚ – Άρθρα 1, 7 και 13 – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Κατάρτιση καταλόγου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Αντικείμενο – Είσπραξη του φόρου – Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής – Δικαστικός έλεγχος – Προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων – Εξάρτηση της δικαστικής προσφυγής από την απαίτηση να έχει υποβληθεί προηγούμενη διοικητική ένσταση – Παραδεκτό του εν λόγω καταλόγου ως αποδεικτικού μέσου – Προϋποθέσεις νόμιμης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας»
1) Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι η άσκηση δικαστικής προσφυγής από πρόσωπο επικαλούμενο προσβολή του δικαιώματός του στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το οποίο κατοχυρώνεται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, εξαρτάται από την προηγούμενη εξάντληση των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι οι συγκεκριμένοι όροι κίνησης των εν λόγω διαδικασιών δεν επηρεάζουν δυσανάλογα το κατοχυρούμενο στη διάταξη αυτή δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ενώπιον δικαστηρίου. Η εξάντληση των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο πρέπει, μεταξύ άλλων, να μην καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, να αναστέλλει την απόσβεση των οικείων δικαιωμάτων και να μην προκαλεί υπερβολικά έξοδα.
2) Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να απορρίπτουν, ως μέσο απόδειξης της παράβασης των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46 κανόνων προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έναν κατάλογο, όπως είναι ο επίμαχος στην κύρια δίκη, τον οποίο προσκομίζει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ο οποίος περιέχει προσωπικά δεδομένα που το αφορούν, στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο αυτό απέκτησε τον κατάλογο αυτό χωρίς τη νόμιμη συγκατάθεση του υπεύθυνου επεξεργασίας των οικείων δεδομένων, εκτός εάν η απόρριψη αυτή προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία και σέβεται τόσο το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής όσο και την αρχή της αναλογικότητας.
3) Το άρθρο 7, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρχές κράτους μέλους με σκοπό την είσπραξη του φόρου και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όπως είναι η επεξεργασία η οποία πραγματοποιείται στην υπόθεση της κύριας δίκης μέσω της κατάρτισης του καταλόγου προσώπων χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερόμενων, εφόσον, αφενός, η εθνική νομοθεσία έχει αναθέσει στις εν λόγω αρχές έργο δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η κατάρτιση του επίμαχου καταλόγου και η εγγραφή σε αυτόν του ονόματος των ενδιαφερόμενων προσώπων είναι όντως πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για να υποτεθεί ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ορθώς περιελήφθησαν στον κατάλογο αυτό και, αφετέρου, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της νόμιμης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τις οποίες θέτει η οδηγία 95/46.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 2017 C 164/16
«Προδικαστική παραπομπή – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Παράδοση αγαθών – Αυτοκίνητα οχήματα – Σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως με προαίρεση αγοράς»
Η έκφραση «σύμβαση, η οποία προβλέπει την εκμίσθωση αγαθού για ορισμένη περίοδο ή την πώληση αγαθού με δόσεις, με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας[, όπου η κυριότητα μεταβιβάζεται, κατά κανόνα,] το αργότερο [κατά] την αποπληρωμή του τιμήματος», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε τυποποιημένη σύμβαση μισθώσεως με προαίρεση αγοράς όταν από τους οικονομικούς όρους της συμβάσεως μπορεί να συναχθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως αποτελεί για τον μισθωτή τη μόνη οικονομικώς εύλογη επιλογή σε περίπτωση πλήρους εκτελέσεως της συμβάσεως, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.
Δείτε περισσότερα σε curia.europa.eu