Απαίτηση εθνικών αρχών για αναγνώριση αλλαγής φύλου η προγενέστερη χειρουργική επέμβαση! Δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Παραβίαση δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

X. και Y. κατά Ρουμανίας της 19.01.2021 (αριθ. προσφ. 2145/16 και 20607/16)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ταυτότητα φύλου και διαδικασία διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου. Έλλειψη σαφούς και προβλέψιμης διαδικασίας για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου.

Δύο τρανσέξουαλ ζήτησαν αναγνώριση ταυτότητας φύλου σύμφωνα με τις σχετικές διαδικασίες διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου, αιτήματα τα οποία απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι οι προσφεύγοντες έπρεπε να αποδείξουν ότι είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου.

Το Στρασβούργο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια έφεραν αντιμέτωπους τους προσφεύγοντες, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου, με ένα απίστευτο δίλημμα: είτε έπρεπε να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση ενάντια στην επιθυμία τους – και να παραιτηθούν από την πλήρη άσκηση του δικαιώματός τους στην φυσική ακεραιότητα – ή έπρεπε να παραιτηθούν από την αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου τους, η οποία επίσης εμπίπτει στο πεδίο σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Κατά την άποψη του ΕΔΔΑ, αυτό διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και των ατομικών συμφερόντων των ενδιαφερομένων.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η άρνηση των εθνικών αρχών να αναγνωρίσουν νομικά το φύλο των προσφευγόντων σε περίπτωση απουσίας χειρουργικής επέμβασης, ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμά τους σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 1.153 ευρώ στον δεύτερο προσφεύγοντα για περιουσιακή ζημία, 7.500 ευρώ σε καθέναν από τους προσφεύγοντες για ηθική βλάβη και 9.000 ευρώ περίπου για έξοδα και δαπάνες.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες Χ. και Υ. είναι Ρουμάνοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1976 και το 1982 αντίστοιχα και ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο Βουκουρέστι. Κατά την υποβολή των προσφυγών τους ήταν καταχωρημένοι στα σχετικά αρχεία ως γυναίκες.

Στις 21 Ιουλίου 2013, ο Χ. (αριθ. προσφ. 2145/16) άσκησε προσφυγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά του τοπικού συμβουλίου του Βουκουρεστίου, ζητώντας από το δικαστήριο να αναγνωρίσει την αλλαγή φύλου του από γυναίκα σε άνδρα και να διατάξει τη διόρθωση ονόματος και προσωπικού ψηφιακού κωδικού ταυτότητας, όπως επίσης και να προβεί στις απαραίτητες αλλαγές στο μητρώο αστικής κατάστασης, εκδίδοντας διορθωμένη ληξιαρχική πράξη γέννησης που να αναφέρει το νέο όνομα και φύλο του. Προσκόμισε τρία ιατρικά πιστοποιητικά προς υποστήριξη του αιτήματός του, σημειώνοντας και επιβεβαιώνοντας ότι υπέφερε από διαταραχή ταυτότητας φύλου.

Το εγχώριο δικαστήριο έκρινε απαράδεκτο το πρώτο αίτημα και τα άλλα αιτήματα τα έκρινε πρόωρα. Στις προτάσεις του ο Χ. υποστήριξε ότι ο σκοπός της αίτησής του δεν ήταν η απόκτηση εξουσιοδότησης για να προβεί σε ιατρική διαδικασία αλλαγής φύλου, ακόμη λιγότερο σε χειρουργική επέμβαση – η οποία, κατά την άποψή του, αποτελούσε σοβαρή παρέμβαση στη φυσική ακεραιότητα του ατόμου – αλλά περισσότερο ζητούσε να του χορηγηθεί άδεια για διόρθωση των στοιχείων αστικής του κατάστασης. Πρόσθεσε ότι κανένας γιατρός στη Ρουμανία δεν ήταν διατεθειμένος να πραγματοποιήσει χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου χωρίς δικαστική απόφαση. Όσον αφορά τον υποτιθέμενο πρόωρο χαρακτήρα των άλλων αιτημάτων, υποστήριξε ότι η ανάγκη προσκόμισης αποδείξεων ότι είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου, προκειμένου να του επιτραπούν οι διορθώσεις στα μητρώα αστικής κατάστασης, ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη παρέμβαση στην άσκηση της σεξουαλικής αυτονομίας και σεβασμού της ατομικής φυσικής του ακεραιότητας.

Στις 12 Ιουνίου 2014, το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση. Ο Χ. άσκησε έφεση. Στις 9 Μαρτίου 2015 το Επαρχιακό Δικαστήριο του Βουκουρεστίου απέρριψε την έφεση, υποστηρίζοντας πλήρως τα πορίσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τον Αύγουστο του 2014 ο Χ. μετακόμισε στο Ηνωμένο Βασίλειο και τον Απρίλιο του 2015 απέκτησε ανδρικό όνομα και επίθετο με μονομερή δήλωση. Ο ίδιος υποστήριξε ότι είχε υποστεί συνεχή ταλαιπωρία λόγω της αναντιστοιχίας μεταξύ των εγγράφων που είχαν εκδώσει οι ρουμανικές αρχές (στα οποία αναγραφόταν ως γυναίκα) και στα έγγραφα που εξέδωσαν οι αρχές στο Ηνωμένο Βασίλειο (στα οποία αναγραφόταν ως άνδρας).

Στις 14 Δεκεμβρίου 2011, ο Υ. (αριθ. προσφ. 20607/16) άσκησε προσφυγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά του τοπικού συμβουλίου του Βουκουρεστίου, ζητώντας εξουσιοδότηση να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου από γυναίκα σε άνδρα, να καταχωρηθεί η αλλαγή ονόματος στα σχετικά διοικητικά έγγραφα και στον προσωπικό ψηφιακό κωδικό ταυτότητάς του. Ο Υ. ζήτησε από το δικαστήριο να δώσει εντολή στο τοπικό συμβούλιο να προβεί στις απαραίτητες τροποποιήσεις στο μητρώο αστικής κατάστασης και να εκδώσει νέα ληξιαρχική πράξη γέννησης, με την οποία θα καταχωρούνταν το νέο όνομα του και θα αναφερόταν το φύλο του ως άνδρα.

Στις 23 Μαΐου 2013, το δικαστήριο έκρινε ότι μόνο μόλις ολοκληρωθεί η χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου ο προσφεύγων θα είχε το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση στις διοικητικές αρχές για αλλαγή ονόματος. Στις 3 Ιουλίου 2014 ο Y. προέβη σε παρεμφερή αίτηση με την πρώτη αλλά χωρίς να ζητήσει άδεια για χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι δεν είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Ο Y. άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε.

Τον Ιούνιο του 2017 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση των εσωτερικών γυναικείων αναπαραγωγικών οργάνων. Στη συνέχεια, στις 17 Οκτωβρίου 2017 υποβλήθηκε σε μια επεμβατική πράξη για κατασκευή ανδρικών εξωτερικών γεννητικών οργάνων. Στις 7 Αυγούστου 2017 άσκησε μια περαιτέρω αίτηση στα δικαστήρια. Στις 21 Νοεμβρίου 2017 το Επαρχιακό Δικαστήριο ενέκρινε την αλλαγή φύλου στα έγγραφα ταυτότητας του, την αλλαγή ονόματος και τη διόρθωση του κωδικού ψηφιακής ταυτότητας. Τέλος, διέταξε το τοπικό συμβούλιο να κάνει τις απαραίτητες αλλαγές στα αρχεία αστικής κατάστασης και να εκδώσει νέα ληξιαρχική πράξη γέννησης. Το δικαστήριο επίσης επισήμανε ότι ο προσφεύγων, ο οποίος είχε διαγνωστεί από γιατρούς ως τρανσέξουαλ, είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Στις 3 Μαΐου 2018, ο Υ. απέκτησε νέο δελτίο ταυτότητας με ανδρικό όνομα και ψηφιακό κωδικό ταυτότητας, τα οποία ανέγραφαν το φύλο του ως άνδρας. Στις 6 Ιουνίου 2018 απέκτησε νέα ληξιαρχική πράξη γέννησης που ταίριαζε με τα στοιχεία του νέου δελτίου ταυτότητάς του.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και, στην περίπτωση του Χ. στο άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι το ρουμανικό κράτος δεν είχε καθιερώσει ένα σαφές πλαίσιο για τη νομική αναγνώριση της αλλαγής φύλου. Κατά την άποψή τους, η απαίτηση να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου – με τον κίνδυνο της στείρωσης – ως προϋπόθεση για μια αλλαγή στην αστική τους κατάσταση παραβίασε το δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής. Ισχυρίστηκαν ότι αυτή η απαίτηση ισοδυναμούσε με παρέμβαση χωρίς νομικό έρεισμα που να επιδιώκει θεμιτό σκοπό και δεν ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Βάσει του άρθρου 6 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση), ο Χ. υποστήριξε ότι η απόρριψη της αίτησής του από τα εθνικά δικαστήρια ισοδυναμούσε με άρνηση πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Στηριζόμενος στο άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής), υποστήριξε ότι δεν είχε αποτελεσματικό ένδικο μέσο για να διαμαρτυρηθεί για τις φερόμενες παραβιάσεις των άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης. Σύμφωνα με το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων), ισχυρίστηκε ότι η απαίτηση από τους τρανσέξουαλ να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου για να διορθώσουν την αστική τους κατάσταση εισήγαγε διακρίσεις βάσει της ταυτότητας φύλου σε σύγκριση με τα άτομα των οποίων η ταυτότητα φύλου ταιριάζει με το εκχωρημένο φύλο τους και των οποίων το φύλο είχε αναγνωριστεί νομικά κατά τη γέννηση χωρίς επιπλέον όρους. Ο ίδιος το θεώρησε ως παραβίαση του δικαιώματός του στην ισότητα ενώπιον του νόμου. Τέλος, ισχυρίστηκε παραβίαση των δικαιωμάτων του σύμφωνα με το άρθρο 12 (δικαίωμα γάμου), ενόψει του στειρωτικού αποτελέσματος της χειρουργικής επέμβασης που απαιτείται από τις αρχές.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η καταγγελία των προσφευγόντων αφορούσε την άρνηση των εθνικών αρχών να αναγνωρίσουν νομικά το ανδρικό φύλο τους και να διορθώσουν την αστική τους κατάσταση με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.

Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η έλλειψη κατάλληλου νομικού πλαισίου επέτρεψε στις αρχές να επιβάλλουν πρόσθετη απαίτηση προκειμένου να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους, με την προϋπόθεση της χειρουργικής επέμβασης αλλαγής φύλου. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης τον ισχυρισμό των διαδίκων ότι αυτή η καταγγελία αφορούσε τόσο μία «παρέμβαση» όσο και μια «θετική υποχρέωση» εκ μέρους του κράτους.

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε προηγούμενες υποθέσεις στις οποίες διαπίστωσε ότι το άρθρο 8 επέβαλε θετική υποχρέωση στα κράτη να διασφαλίζουν το δικαίωμα των πολιτών στον αποτελεσματικό σεβασμό της σωματικής και πνευματικής τους ακεραιότητας.  Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το κύριο ζήτημα που πρέπει να καθοριστεί ήταν εάν οι ρυθμιστικές διατάξεις και οι αποφάσεις που ελήφθησαν σχετικά με τους προσφεύγοντες του επέτρεπαν να διαπιστώσει ότι το κράτος συμμορφώθηκε με τη θετική υποχρέωση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των προσφευγόντων.

Το Δικαστήριο παρατήρησε εξαρχής ότι δεν υπήρχε ειδική διαδικασία βάσει της ρουμανικής νομοθεσίας για την αντιμετώπιση αιτημάτων νομικής αναγνώρισης της αλλαγής φύλου. Τα ίδια τα εθνικά δικαστήρια είχαν σημειώσει ότι ο ρουμανικός νόμος δεν προέβλεπε καμία ειδική διαδικασία που να διέπει την αλλαγή φύλου των «ατόμων».

Ωστόσο, σε απόφαση του 2008, το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε δεχτεί τη δυνατότητα δικαστικής αναγνώρισής της αλλαγής φύλου και τα αστικά δικαστήρια που ασχολούνται με τα συγκεκριμένα αιτήματα είχαν την άποψη ότι η ρουμανική νομοθεσία επέτρεπε την αναγνώριση της αλλαγής φύλου.

Το Δικαστήριο θα μπορούσε επομένως να δεχθεί ότι υπήρχε νομική βάση στο ρουμανικό δίκαιο που να επιτρέπει σε άτομα να ασκήσουν διαδικασία διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου.

Το ΕΔΔΑ παρέπεμψε επίσης στις συστάσεις των διεθνών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής Υπουργών και της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και του Ανεξάρτητου Εμπειρογνώμονα του ΟΗΕ για την προστασία κατά της βίας και των διακρίσεων βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου. Όλοι καλούσαν τα κράτη να υιοθετήσουν διαδικασίες που επιτρέπουν στα άτομα να αλλάξουν το όνομα και το φύλο τους σε επίσημα έγγραφα με γρήγορο, διαφανή και προσβάσιμο τρόπο.

Το Δικαστήριο επισήμανε γενικά ότι οι διάδικοι διαφωνούσαν ως προς το εάν ο ρουμανικός νόμος για τη νομική αναγνώριση του φύλου ήταν σαφής και προβλέψιμος. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα παραδείγματα των αποφάσεων που προσκομίζονται από την κυβέρνηση και τον πρώτο προσφεύγοντα αποκάλυψε κάποια αβεβαιότητα ως προς τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την αναγνώριση της αλλαγής φύλου. Επιπλέον, όσον αφορά τις προϋποθέσεις της νομικής αναγνώρισης αλλαγής φύλου και διόρθωσης των μητρώων προσωπικής αστικής κατάστασης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπήρξαν αποκλίσεις στη νομολογία, τουλάχιστον τη στιγμή που οι προσφεύγοντες άσκησαν τις προσφυγές τους, σχετικά με την απαίτηση να υποβληθούν πρώτα σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου. Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις τα δικαστήρια είχαν δεχθεί αιτήματα ακόμη και αν δεν υπήρχε χειρουργική επέμβαση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ρουμανικό νομικό πλαίσιο για την αναγνώριση του φύλου ήταν ασαφές και επομένως απρόβλεπτο.

Όσον αφορά την απαίτηση τα άτομα να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου, από τη δικογραφία προέκυψε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποφανθεί ότι οι προσφεύγοντες πράγματι ήταν τρανσέξουαλ βάσει λεπτομερών πληροφοριών. Τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι οι προσφεύγοντες είχαν υποβληθεί σε ορμονική θεραπεία και μαστεκτομή. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την αλλαγή φύλου για το λόγο ότι δεν είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση γεννητικών οργάνων για το σκοπό αυτό. Τα δικαστήρια έκριναν ότι η αρχή της αυτοδιάθεσης δεν αρκούσε για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους για αναγνώριση αλλαγής φύλου. Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες δεν ήθελαν να υποβληθούν στην εν λόγω χειρουργική επέμβαση μόνο και μόνο για να αναγνωριστεί νομικά η αλλαγή φύλου τους, και ότι βασίστηκαν ουσιαστικά στο δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση.

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε επίσης ότι οι προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση δεν είχαν επικεντρωθεί ιδιαίτερα στο στοιχείο της στείρωσης της χειρουργικής επέμβασης, ενώ η εν λόγω χειρουργική επέμβαση μπορεί να οδηγήσει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Ωστόσο, τόνισαν ότι η χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου θα επηρέαζε σαφώς τη φυσική ακεραιότητά τους.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα δικαστήρια ουδόλως τεκμηρίωσαν τη συλλογιστική τους ως προς τον ακριβή χαρακτήρα του γενικού συμφέροντος που υπερισχύει της νομικής αναγνώρισης αλλαγής φύλου, και δεν είχε προβεί σε εξισορρόπηση μεταξύ αυτού του συμφέροντος και του δικαιώματος των προσφευγόντων να αναγνωρίσουν την ταυτότητα φύλου τους. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να εντοπίσει τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που οδήγησαν στην άρνηση διόρθωσης των στοιχείων στα αρχεία αστικής κατάστασης ώστε να ταιριάζουν με την ταυτότητα φύλου των προσφευγόντων.

Το Δικαστήριο θεώρησε τα παραπάνω ως απόδειξη μιας άκαμπτης προσέγγισης για την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Οι προσφεύγοντες για ένα μη λογικό και συνεχές χρονικό διάστημα βρίσκονταν σε μια δυσάρεστη θέση, καθώς η κατάσταση τους είχε προκαλέσει συναισθήματα ταπείνωσης και άγχους και ένοιωθαν ευάλωτοι. Το Στρασβούργο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια έφεραν αντιμέτωπους τους προσφεύγοντες, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου, με ένα απίστευτο δίλημμα: είτε έπρεπε να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση ενάντια στην κρίση τους – και να παραιτηθούν από την πλήρη άσκηση του δικαιώματός τους στην φυσική ακεραιότητα – ή έπρεπε να παραιτηθούν από την αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου τους, η οποία επίσης εμπίπτει στο πεδίο του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Κατά την άποψη του ΕΔΔΑ, αυτό διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και των ατομικών συμφερόντων των ενδιαφερομένων.

Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η παρούσα υπόθεση αφορούσε θέματα που εξελίσσονται συνεχώς στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, με όλο και μικρότερο αριθμό χωρών να απαιτούν χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου ως προηγούμενη προϋπόθεση για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση των εθνικών αρχών να αναγνωρίσουν νόμιμα την αλλαγή φύλου των προσφευγόντων ελλείψει χειρουργικής επέμβασης, ανήλθε σε αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής.

Υπήρξε επομένως παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης λόγω της έλλειψης σαφούς και προβλέψιμης διαδικασίας για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου που να καθιστά δυνατή τη διόρθωση του φύλου, και ως εκ τούτου του ονόματος του ατόμου και του ψηφιακού προσωπικού κωδικού, σε επίσημο έγγραφα με γρήγορο, διαφανή και προσβάσιμο τρόπο.

Επιπλέον, η άρνηση των εθνικών αρχών στην παρούσα υπόθεση είχε διαταράξει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και των συμφερόντων των προσφευγόντων. Επομένως ήταν περιττό να εξετάσει τα επιχειρήματα των προσφευγόντων σχετικά με την αδυναμία να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου στη Ρουμανία.

Άρθρα 6, 13 και 14

Ενόψει της διαπίστωσής του για παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης, το Δικαστήριο δεν θεώρησε απαραίτητο να αποφανθεί χωριστά για τις καταγγελίες βάσει των άρθρων 6, 13 και 14 της Σύμβασης.

Άρθρο 12

Η κυβέρνηση τόνισε ότι ο πρώτος προσφεύγων δεν είχε υποβάλει ρητά αυτήν την καταγγελία στα εθνικά δικαστήρια και ότι, εν πάση περιπτώσει, η καταγγελία ήταν πρόωρη δεδομένου ότι, εάν γινόταν δεκτή η αλλαγή στο υποδεικνυόμενο φύλο και στον προσωπικό του ψηφιακό κωδικό, το δικαίωμά του να παντρευτεί μια γυναίκα θα ήταν σιωπηρά αναγνωρισμένο.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, ενώ ο προσφεύγων είχε επικαλεστεί τα άρθρα 3, 8 και 14 της Σύμβασης στα εθνικά δικαστήρια, είχε παραλείψει να επικαλεστεί το άρθρο 12 της Σύμβασης. Δεν φάνηκε να έχει θέσει κατ’ ουσία μια καταγγελία που να ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του να ιδρύσει οικογένεια. Ως εκ τούτου, η καταγγελία αυτή έπρεπε να απορριφθεί λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων.

Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρουμανία έπρεπε να καταβάλει 1.153 ευρώ στον δεύτερο προσφεύγοντα για περιουσιακή ζημία, 7.500 ευρώ σε καθέναν από τους προσφεύγοντες για ηθική βλάβη, και 8.910 ευρώ για έξοδα και δαπάνες για τον πρώτο προσφεύγοντα και 845 ευρώ ως έξοδα για τον δεύτερο (επιμέλεια echrcaselaw.com).

Total
0
Shares
Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *