ΠΡΟΔΗΛΟ ΣΦΑΛΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΕΠΙΣΥΡΕΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΠΡΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 105 ΕισΝΑΚ.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Η ιστορική απόφασης ΣτΕ Ολ 1501/2014, αποτελεί την ρητή αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του[1] και των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, όχι μόνο παράνομες, όπως ρητώς προβλέπει η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αλλά και νόμιμες. Εμπνεόμενο από τη νομολογία Köbler και Traghetti, τo Συμβούλιο της Επικρατείας αναγνώρισε την αρχή της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες αποφάσεις των δικαστικών οργάνων και έθεσε τις προϋποθέσεις θεμελίωσής της. Έκτοτε με δειλά βήματα όλο και περισσότερο η νομολογία[2] προχωρά στην κατεύθυνση αυτή και σχολιαζομένη είναι λαμπρό δείγμα
1.- ΤΟ ΑΡΘΡΟ 105 ΕΙΣ.ΝΑΚ
Στο άρθρο 105 Εισ. ΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει αναταθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών» και στο άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία του». Εξάλλου, μεταξύ των διοικητικών διαφορών ουσίας, οι οποίες ήδη ανήκουν στα διοικητικά δικαστήρια, κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος, περιλαμβάνονται και οι διαφορές που αναφύονται από την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, συμφώνως προς τις κείμενες σχετικές διατάξεις. Τέτοιες διαφορές είναι, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου του Συντάγματος, όχι μόνον οι γεννώμενες από την έκδοση μη νόμιμης[3] εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από την μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά και αυτές που προκύπτουν από υλικές ενέργειες ή παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στις περιπτώσεις βεβαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις προέρχονται από την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών τούτων, όχι δε και οσάκις συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου κ.λπ. ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου ενεργήσαντος εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του (Σ.τ.Ε. 1147/2005, πρβ. ΣτΕ 3045/1992 Ολομ., ΑΕΔ 5/1995, 3/2004 Βλ. Πρ. Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του δημοσίου, τ. 1, Εκδ. Σάκκουλα 1989).
1.2- Από τις διατάξεις αυτές του άρθρου 105-106 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου[4] προς αποζημίωση, απαιτείται: 1)παράνομη[5] πράξη ή παράλειψη οργάνων του Δημοσίου, κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας(βλ ΣτΕ 980/2002), 2)επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και 3) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας.
Οι κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (ΣτΕ 1278/2013, 322/2009, 1024/2005).
Η διαπίστωση του παράνομου της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (ΣτΕ 4410/2015, 877/2013 7μ., 1413/2006 7μ., 2727/2003) ή του κατάφωρου ή πρόδηλου χαρακτήρα της παρανομίας (πρβλ ΣτΕ 1501/2014 Ολομ.).
Υπό τις αυτές ακριβώς προϋποθέσεις συντρέχει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία προκληθείσα εξαιτίας παράβασης του ενωσιακού δικαίου[6], πρόσθετες δε προϋποθέσεις, όπως το κατάφωρο της παράβασης, θα αποτελούσαν απαγορευμένη, κατά το ενωσιακό δίκαιο, δυσμενή διάκριση, αντίθετη με τις απορρέουσες από την αρχή της ισοδυναμίας απαιτήσεις (ΣτΕ 4403/2015).
Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παράλειψη των οργάνων του να είναι παράνομη, ήτοι να παραβιάζεται με αυτή κανόνας δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον (ΣτΕ 2898/2014, 898/2014, 750/2011 κ.ά.).
Εξάλλου, ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, γεννάται όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνων τους παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις που προσιδιάζουν σε συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και την αρχή της καλής πίστης (ΣτΕ 116/2019, 484/2018, 15/2018, 1414/2017, 2775/2016, 3539/2015 κ.ά).
Η ως άνω δε ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά την ίδια αυτή διάταξη, είναι αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από τυχόν υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) των οργάνων του (ΣτΕ 1370/2018, 15/2018, 1326/2017, 1613/2016 κ.ά).
· Η αστική ευθύνη του Δημοσίου θεμελιώνεται επίσης στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ[7]. Η θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου εδράζεται και στο άρθρο 2 της ΣΛΕΕ[8], στο οποίο περιλαμβάνεται ως θεμελιώδης αρχή της Ε.Ε. η αρχή του κράτους δικαίου, που είναι κοινή στην νομική παράδοση των κρατών μελών.Τέλος, το άρθρο 340 ΣΛΕΕ προβλέπει αστική ευθύνη της ίδιας της Ένωσης για δικά της σφάλματα .
· Απαραίτητη σε κάθε περίπτωση προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης (ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης υλικής ενέργειας) του δημόσιου οργάνου και της επελθούσας ζημίας[9]. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη (ή παράλειψη ή υλική ενέργεια κλπ.) ήταν εξ αντικειμένου επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (ΣτΕ 969/2018, 1414/2017, 2168/2016, 2669/2015, Ολομ. ΣτΕ 4741/2014 κ.ά. Δ. Ράϊκου, Πτυχές της κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ προϋπόθεσης της εσωτερικής συνάφειας για τη θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ΘΠΔΔ 2008).
2.ΤΟ ΑΡΘΡΟ 105 ΕΙΣΝΑΚ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
2.3.-Έχει κριθεί (ΣτΕ 1501/2014 Ολομ.) το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος[10], ορίζοντας ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012).
Έχει κριθεί ότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 4 παρ Σ υλοποιείται υπό την ως άνω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσης οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία.[11]
2.4.- Η διάταξη του 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με την φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Ενόψει της φύσης του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση(βλ. ΣτΕ 2168/2016 επταμ., 48/2016 επταμ., 1330/2016).
Εφόσον δε το Σύνταγμα, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους (πρβλ. ΣτΕ, 1047, 49/2016). και ΔΕΕ C-173/2003 Traghetti del Mediterraneo κατά Ιταλίας της 13.6.2006, C-224/01 Kοbler κατά Αυστρίας της 30.9.2003). Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσης οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης[12] βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (ΣτΕ 1501/2014 Ολομ., 1330/2016).
Η μη επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής προδήλου σφάλματος του δικαστικού λειτουργού(Βλ ΣτΕ 1607/2016 ή μη απόδειξη τέτοιου προδήλου σφάλματος δεν θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., , η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί.(Δ. Πρωτ Αθηνών 3350/2019)
Όπως, εξάλλου, έχει κριθεί για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και μέχρις ότου ρυθμισθεί νομοθετικά ειδικώς η ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα είναι αναλόγως εφαρμοστέο και στην περίπτωση που οι πράξεις των οργάνων αυτών, από τις οποίες προκαλείται ζημία δυνάμενη να αποδοθεί σε πρόδηλο, υπό την ανωτέρω έννοια, σφάλμα τους, είναι κατά περιεχόμενο διοικητικής φύσης και συνδέονται στενά με την εν γένει διοίκηση και οργάνωση[13] της Δικαιοσύνης και των δικαστηρίων (ΣτΕ 48/2016). Εξάλλου, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το Δημόσιο υποχρεούται να αποκαταστήσει, σύμφωνα με το άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, κάθε θετική ζημία, καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή, το οποίο προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΣτΕ 2150/2017, 451/2013 7μ., 1491/2010, 2706/2009 7μ.). Τέλος, κατά την έννοια των ιδίων διατάξεων, ανεξαρτήτως της αποζημίωσης για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ (ΣτΕ 1300/2014, 3322/2012 7μ.).
3.Η ΑΓΩΓΗ ΚΑΚΟΔΙΚΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
3.5.-Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διάταξης αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διάγνωσης της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου λαμβάνοντας υπόψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους (ΣτΕ 1501/2014 Ολομ., 1330/2016).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 6 § 1 του ν. 693/1977 «περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας»[14] προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί ευθύνονται κατά την άσκηση των καθηκόντων που ανάγονται στη δικαστική λειτουργία μόνο από δόλο, βαρεία αμέλεια ή αρνησιδικία, εφόσον από αυτή προέκυψε ζημία στον ενάγοντα, υποκείμενοι στην κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού ασκουμένη αγωγή κακοδικίας ενώπιον του κατά το άρθρο 1 του ιδίου νόμου και 99 του Συντάγματος προβλεπομένου Ειδικού Δικαστηρίου[5], που έχει αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση αξιώσεων που απορρέουν από τις ως άνω πράξεις, ώστε τα λοιπά δικαστήρια να στερούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση αξιώσεων που απορρέουν από πράξεις δικαστικού λειτουργού από την άσκηση της δικαστικής αυτού εξουσίας, όπως είναι και αυτές για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 572/1980 ΠοινΧρ Λ 751). Στις ανωτέρω πράξεις, από τις οποίες απορρέουν αξιώσεις αποζημιώσεως τρίτου που υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου, περιλαμβάνονται αυτές που προήλθαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών που δρουν ατομικά ή συλλογικά, ανεξάρτητα του αν οι αποφάσεις των τελευταίων είναι καθαρά δικαιοδοτικές, αφορούν δηλαδή υποθέσεις υπαγόμενες στη δικαιοδοσία τους σύμφωνα προς τους Κώδικες Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, ή αν αυτές λαμβάνονται επί διοικητικών από τη φύση τους θεμάτων (βλ. και ΕΑ 6772/1987 ΕλλΔνη 30. 784, όπου και παραπομπές). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 6 παρ. 1 Ν. 693/1977 προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ευθύνονται μόνο από δόλο, βαρειά αμέλεια ή αρνησιδικία και εφόσον προέκυψε από τις πράξεις ή παραλείψεις τους ζημία (υλική ή ηθική) σε κάποιο πολίτη. Στις παραπάνω δε περιπτώσεις κατά των δικαστικών λειτουργών μπορεί να ασκηθεί από τους ενδιαφερομένους αγωγή κακοδικίας η οποία ασκείται ενώπιον του κατά το άρθρο 1 Ν. 693/1977 σε συνδυασμό προς 99 Συντάγματος Ειδικού Δικαστηρίου που έχει αποκλειστική για τον σκοπό αυτόν δωσιδικία (ΑΠ 572/1980 Ποιν. Χρον. Λ/751 και ΕφΘεσ/νικης 38/1982 Ποιν. Χρον. ΛΒ/944).
4.ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ[15]:
4.1.1.-ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΥΛΛΗΨΗ : Ο ενάγων, ζήτησε – να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει αποζημιώση , ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την κράτηση και σύλληψή του, λόγω συνωνυμίας του με καταδιωκόμενο πρόσωπο, εξαιτίας παράνομων, κατά τους ισχυρισμούς του, ενεργειών αστυνομικών και δικαστικών οργάνων, καθώς και οργάνου της δικαστικής λειτουργίας. Η Αγωγή έγινε μερικά δεκτή με την 333/2018 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και 1902/2019 ΔΕΦ Αθηνών.
4.1.2.-ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΦΥΛΑΚΙΣΗ : Aποκλειστική αρμοδιότητα του ποινικού δικαστηρίου να κρίνει αν συντρέχει υποχρέωση αποζημιώσεως εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν (άρθρα 533 – 545 ΚΠΔ). Κρίθηκε με την ΣτΕ 2574/2006 (Α΄Τμήμα) ότι: Από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – που επαναλαμβάνει, κατά βάση, τις ρυθμίσεις του προϊσχύσαντος Ν. 4915/1931 – περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων, ή προσωρινώς κρατηθέντων που τελικώς αθωώθηκαν ή απαλλάχθηκαν, όπως απαιτείται από το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, προβλέπεται, σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών, όπως εκτέθηκαν στη δεύτερη σκέψη, ότι αρμόδιο δικαστήριο για τη διάγνωση του άδικου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το ποινικό δικαστήριο (ή δικαστικό συμβούλιο) που αθώωσε ή απήλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο. Τα δε πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια, εφόσον το ποινικό δικαστήριο έχει αναγνωρίσει μόνο την υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, να καθορίσουν το ύψος αυτής που περιλαμβάνει, τόσο την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του καταδικασθέντος ή κρατηθέντος, καθώς και των δικαιούχων διατροφής από αυτόν, όσο και την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παρανόμως στερηθείς την ελευθερία του, με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι η αξίωση αποζημίωσης των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους, συνδεόμενη αρρήκτως με τη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ρυθμίζεται ειδικώς και πλήρως από τις διατάξεις των άρθρων 533 – 545 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (βλ. ΣτΕ 2574/2006 7μ., πρβλ. ΑΠ 366/2013). Ως εκ τούτου, η αξίωση αυτή, εφόσον δεν αφορά ζημία που παραμένει αναποζημίωτη (πρβλ. ΣτΕ 1501/2014 Ολομ.), δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά τις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα [που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 2783/1941 και μεταγλωττίσθηκε με το κωδικοποιητικό Προεδρικό Διάταγμα 456/1984 (Α΄ 164)]. Συνεπώς, οι σχετικές διαφορές δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας κατά το άρθρο 1 παρ. 2 περιπτ. η’ του Ν. 1406/1983 (Α΄ 182) και, επομένως, οι διαφορές αυτές δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. (βλ 2086/2015 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.) Το ζήτημα θα απασχολήσει τη Ολ.ΣτΕ κατόπιν παραπομπής με την 1371/2019 Απόφαση του Α Τμήματος).
4.1.3.-ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ: Κρίθηκε με την απόφαση του Α΄ Τμήματος ΣτΕ 1047/2016 ότι: « ο συμβολαιογράφος ενεργούσε για λογαριασμό της ΕΤΒΑ, ως επισπευδούσης τον πλειστηριασμό δανειστρίας, ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, όμως, ενεργούσε, ως δημόσιο όργανο, κατ΄ ενάσκηση αρμοδιοτήτων εντασσομένων στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και, επομένως, θα μπορούσε να θεμελιωθή αστική ευθύνη του Δημοσίου, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.(βλ ΣτΕ 2168/2016, 1047/2016).
4.1.4.-ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ.: Με την αγωγή της που ασκήθηκε κατ’ επίκληση του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, η δικαστική λειτουργός ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ισχυριζόμενη ότι η προαναφερθείσα άρνηση του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών * να ικανοποιήσει το κατ’ επανάληψη υποβληθέν αίτημά της για επεξεργασία δικογραφιών κατ’ οίκον αντίκειται στα άρθρα 21 παρ. 6 του Συντάγματος και 10 του κατ’ εξουσιοδότηση της συνταγματικής αυτής διάταξης εκδοθέντος ν. 3304/2005 (Α΄ 16), διότι συνιστά έμμεση διάκριση σε βέρος της, λόγω της αναπηρίας της, και συνδυάστηκε με υποτιμητική και προσβλητική για το πρόσωπό της συμπεριφορά των δημοσίων οργάνων. Η αγωγή της απορρίφθηκε καθώς και Έφεση .Κρίθηκε με την 48/2016 Απόφαση του ΣτΕ ότι: «η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, κατά την οποία η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις ζημιογόνων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, κατά την άσκηση καθηκόντων τους διοικητικής φύσεως αναγομένων στην οργάνωση των δικαστηρίων, δεν είναι ορθή. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 6, το εν λόγω άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, είτε αυτές αφορούν την άσκηση δικαιοδοτικού έργου είτε αναφέρονται σε θέματα διοικητικής φύσεως, εφόσον η ζημία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού. Επομένως, πρέπει, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα κρίση σχετικά με το αν συντρέχει ή όχι εν προκειμένω καθεμία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.»
4.1.5.- Η υπόθεση «Κannabishop» είναι μια από τις απολύτως ενδεικτικές που αναφέρεται στο πως αντιμετωπίζεται η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα αφού ο ιδιοκτήτης της αντιμετώπισε ουκ ολίγα δεινά από το 1998 όταν άνοιξε το πρώτο του κατάστημα του. Οι διωκτικές αρχές θεώρησαν πως αυτό ουσιαστικά αποτελεί διαφήμιση ναρκωτικών ουσιών, τον συνέλαβαν, κατέσχεσαν τα εμπορεύματα, ενώ παραπέμφθηκε από τον εισαγγελέα στον τακτικό ανακριτή. Διώχτηκε ποινικά, αλλά το 1999 αθωώθηκε με το σκεπτικό ότι «ο διακριτικός τίτλος «Κannabishop» και η απεικόνιση πεντάφυλλου ή επτάφυλλου μίσχου κάνναβης δεν συνιστούσαν ευθεία ή συγκαλυμμένη και έντεχνη διαφήμιση της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών ή πρόκληση σε παράνομη χρήση τους». Το Γενικό Χημείο του Κράτους, αποφάνθηκε ότι τα προϊόντα που κατασχέθηκαν «είτε δεν περιείχαν την ναρκωτική ουσία της τετραϋδροκανναβινόλης είτε την περιείχαν σε ελάχιστο βαθμό χωρίς να είναι εφικτή η ανάκτησή της ή απομόνωσή της». Ο καταστηματάρχης ζήτησε αποζημίωση από το δημόσιο για την αξία των εμπορευμάτων, ηθική βλάβη κλπ, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή του, αλλά το Διοικητικό Εφετείο του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 14.673,51 ευρώ. Η Ολομέλεια του ΣτΕ (απόφαση 1501/2014), πέραν τυχόν ευθύνης των αστυνομικών οργάνων, δεν αποκλείει την ύπαρξη ευθύνης του εισαγγελικού λειτουργού που έδωσε την σχετική παραγγελία στα αστυνομικά όργανα.
3.1.6.- Η απόφαση ΣτΕ 1330/2016 αφορά πράξεις των αστυνομικών οργάνων που διενεργούν προανάκριση χωρίς εισαγγελική παραγγελία, η οποία καταλήγει στην άσκηση ποινικής δίωξης
Επίλογος: «ΤΟ ΠΡΟΔΗΛΟ ΣΦΑΛΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ»
1.- Το ελληνικό δημόσιο υποχρεούται να αποζημιώσει πολίτη για ζημία που του προκλήθηκε από «πρόδηλο σφάλμα» δικαστικού. Αυτό αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την1501/2014 απόφαση του με αφορμή υπόθεση που έφτασε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η οποία εκκρεμούσε στη Δικαιοσύνη 16 χρόνια.
2.-Η απόφαση του ΔΕΚ «Gerhard Köbler κατά Republik Österreich» που καθιερώνει έλεγχο και στις δικαστικές αποφάσεις, τις θέτει δηλαδή στο μικροσκόπιο του δικαστικού ελέγχου, φέρει τον αριθμό C-224/01 και ξεκίνησε από μια διεκδίκηση οικονομικών αιτημάτων από τους πανεπιστημιακούς της Αυστρίας και είχε δικαστική συνέχεια που έφθασε ως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Εκείνο με τη σειρά του εξέδωσε την απόφασή του, της οποίας το ουσιαστικό θεμέλιο είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εκτός των άλλων και μια κοινότητα δικαίου όπου κάθε δημόσια εξουσία υπόκειται σε έλεγχο και όχι μόνο η νομοθετική ή η εκτελεστική αλλά και η Δικαιοσύνη.
3.- Το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και αποζημίωσης για την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης[16].
Η Ελληνική Πολιτεία με τους ν. 4055/2012, 4239/2014 επιχείρησε να συμμορφωθεί προς τις διεθνώς ανειλημμένες υποχρεώσεις της, οι οποίες απορρέουν από το Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και το πρωταρχικό δικαίωμα σε ταχεία κι αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Αποτέλεσμα να θεσπιστούν ένδικα βοηθήματα με τα οποία να είναι δυνατή πλέον η εύλογη αποζημίωση του για την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης και μάλιστα για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. (βλ. ΣτΕ 2530/2015 502/2017 ) Δυστυχώς το ένδικο αυτό βοήθημα είναι σχεδόν άγνωστο στην κοινή γνώμη και στους εφαρμοστές του δικαίου. Οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί , ενώ διαπιστώνουν την μακροχρόνια ταλαιπωρία των διαδίκων εντούτοις, επιδικάζονται στην πλειοψηφία εντελώς εξευτελιστικά ποσά που αποτελούν και τροχοπέδη για την δικαστική επιδίωξη και ακόμη περισσότερο ανατρέπουν τον σκοπό του νόμου. Να αντιληφθεί κανείς την ψυχική ταλαιπωρία του διαδίκου που αναμένει επί τόσα έτη την έκδοση της απόφασης για την υπόθεσή του, αλλά και τις παράπλευρες υλικές συνέπειες. Η επιδίκαση εξευτελιστικών ποσών αποζημιώσεως γίνεται προφανώς κατά παράβαση της αρχής αναλογικότητας και της έννοιας του δικαίου και δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία επιδίκασης μικρών ποσών η επί μακρόν σοβούσα νομισματική κρίση
ΑΝΤΩΝΗΣ Π.ΑΡΓΥΡΟΣ
[1] Με την υπ’ αριθμ. 11/1858 ιστορική απόφαση του, ο Άρειος Πάγος αντιμετώπισε την ευθύνη του δημοσίου σχετικά με την αποκατάσταση της ζημίας ενός πλοιοκτήτη, το πλοίο του οποίου είχε εμποδισθεί να αποπλεύσει, εξαιτίας ενός υπαλλήλου, ο οποίος επιδίωξε δωροδοκία.
[2] Αικ. Ρωξάνα, Εξελίξεις στα ζητήματα της αστικής ευθύνης του Κράτους στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΘΠΔΔ 2015, 1093.
[3] Σ.τ.Ε. 1038/2006 7μ., 3089/2009 7μ., 1629/2014 7μ., κατά τις οποίες προκύπτει αστική ευθύνη του Δημοσίου από την από μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια όργανα αυτής ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, όταν από την νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος και Βλ. ΣτΕ 1141/1999, ΝοΒ 49/2001, σελ. 110.
[4] Βλ.ΑΠ 20/1929, σύμφωνα με την οποία η ευθύνη του κράτους κρίνεται με βάση τους κανόνες, όχι του ιδιωτικού, αλλά του δημοσίου δικαίου και . Π. Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά τους κανόνες του Δημοσίου Δικαίου σε «Διοικητικό Δίκαιο», Εκδόσεις Αντώνη Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004.
[5] Αλλά και των νομίμων βλ. ΣτΕ 5504/2012.
[6] Βλ. ΟΔΗΓΊΑ 2014/104/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 26ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ν. 4529/2018.
[7] Βλ. ΟλΣτΕ 1501/2014, ΣτΕ 4988/2012, ΣτΕ 980/2002, ΟλΑΠ 40/1998, ΟλΑΠ 33/2002.
[8] Βλ. Ι. Μαθιουδάκη, Η κοινοτικού δικαίου αξίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ΔιΔικ 10 (1998),
[9] Βλ. Α. Τσαμπάση, Το δίκαιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ΘΠΔΔ 2008
[10] Βλ..Ε Πρεβεδούρου, Ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, Παρατηρήσεις σε ΣτΕ Ολ 1501/2014, ΘΠΔΔ 2014, 5, σελ. 412.
[11] Βλ.1) αναλυτικό Σχόλιο της Ε. Πρεβεδούρου «Νομολογιακές εξελίξεις στο καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου: ΣτΕ Ολ 1501/2014 (ευθύνη από νόμιμες πράξεις, ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας)»σε http://www.prevedourou.gr. , 2) Σημείωση Ε. Γαληνού ΕΔΚΑ 2014/629) και 3) Σχόλιο Ε. Πρεβεδούρου Ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας σε ΣτΕ Ολ 1501/2014, ΘΠΔΔ 5/2014, σ. 411
[12] βλ ΔΠρΑθ 20474/2018, 17ο Τμήμα – Δε συντρέχει ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση από απορριπτική απόφαση του Αρείου Πάγου – Δεν υφίσταται υποχρέωση προδικαστικού ερωτήματος – Έννοια προδήλου σφάλματος δικαστικού λειτουργού. Απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που καταδικάζει τον ηττημένο εναγόμενο (Ελληνικό Δημόσιο) να καταβάλει στον ενάγοντα υπέρμετρα δικαστικά έξοδα και, ειδικότερα, έξοδα τα οποία τελούν σε προφανή δυσαναλογία προς την αξία του αντικειμένου της δίκης και υπερβαίνουν κατά πολύ την εν λόγω αξία, δεν είναι προφανώς ανεκτή από την ελληνική δημόσια τάξη, δεδομένου και του ότι τα κράτη-μέλη παραμένουν, κατά κανόνα, ελεύθερα να καθορίσουν, σύμφωνα με τις εθνικές τους αντιλήψεις, τόσο την έννοια όσο και τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης. Συνεπώς, απόφαση ανωτάτου ελληνικού δικαστηρίου ( Άρειος Πάγος), που κρίνει το ανωτέρω, δεν αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των άρθρων 34 σημείο 1 και 45 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, δηλαδή παραβίαση που να έχει πρόδηλο χαρακτήρα, προϋπόθεση που απαιτείται να συντρέχει, για να γεννηθεί, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, ούτε πάντως δημιουργεί σχετική υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ.
[13] Περαιτέρω και συναφώς, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η ανωτέρω διάταξη είναι εφαρμοστέα και στην περίπτωση που οι πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας αφορούν την άσκηση των καθηκόντων τους ως μέλη Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων κατά τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α΄).
[14] Η νομολογία του οποίου είναι παγίως απορριπτική. από το 1929, που ιδρύθηκε και συγκροτήθηκε το ειδικό δικαστήριο αγωγών κακοδικίας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονται οι αγωγές κακοδικίας κατά όλων των δικαστών (τακτικής δικαιοσύνης, διοικητικής, ελεγκτικού συνέδριου) και εισαγγελέων, έχουν καταδικαστεί στη χώρα μας για κακοδικία μόνο δυο δικαστές», ΒΛ. Β. Χειρδαρη σε Ελευθεροτυπία, Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010.
[15] Εκκρεμεί Α) με την ΠΡΑΞΗ 19/2019 της Επιτροπή του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 ,
να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η εκκρεμής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή της * κατά του Ελληνικού Δημοσίου *. Με την εν λόγω αγωγή της, η ενάγουσα ζητά, , με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ, να υποχρεωθεί το Δημόσιο να της καταβάλει το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προδήλως παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς της, σύλληψη και κράτησή της, σε εκτέλεση εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί κατόπιν άσκησης εις βάρος της ποινικής δίωξης για το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Β) με την ΠΡΑΞΗ 16/2019 της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η εκκρεμής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή * κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Με την εν λόγω αγωγή τους, οι ενάγοντες ζητούν, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει τα ειδικά αναφερόμενα στην αγωγή ποσά για την αποκατάσταση τόσο της υλικής ζημίας όσο και της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την 2066/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, την 827/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά και την 30/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εν συμβουλίω, οι οποίες ελήφθησαν, κατά τους ισχυρισμούς τους, κατά προφανή αντίθεση προς την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και είχαν ως συνέπεια τη διατήρηση της ισχύος των καταλογιστικών εις βάρος τους πράξεων για τη διάπραξη της διοικητικής παράβασης της λαθρεμπορίας. Γ) με την ΠΡΑΞΗ 17/2019 της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 Με την εν λόγω αγωγή της, η ενάγουσα ζητεί, , με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την, κατά τους ισχυρισμούς της, προδήλως παράνομη εισαγγελική παραγγελία περί υποβολής της σε υποχρεωτική ψυχιατρική εξέταση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 95 κ.ε. του ν. 2071/1992 περί ακούσιας νοσηλείας, προκειμένου να κριθεί εάν συντρέχει περίπτωση θέσης της σε δικαστική συμπαράσταση. δ) ΠΡΑΞΗ 18/2019 της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η εκκρεμής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή του * κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Με την εν λόγω αγωγή του, ο ενάγων ζητεί, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει τα ειδικά αναφερόμενα στην αγωγή ποσό για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη από την, κατά τους ισχυρισμούς της, προδήλως παράνομη 824/2014 του Αρείου Πάγου. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως περί παραβίασης κανόνων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 560 παρ. 1 ΚΠολΔ), με τον οποίο (λόγο) ο ήδη ενάγων είχε πλήξει την 92/2013 απόφαση Ειρηνοδικείου, απορριπτική αγωγής αποζημίωσης είχε ασκήσει κατά αεροπορικής εταιρείας, για την αποκατάσταση της ζημίας που είχε υποστεί από την καθυστέρηση της πτήσης του. Κατά τον ενάγοντα, το πρόδηλο σφάλμα της αναιρετικής δικαστικής απόφασης έγκειται στην προφανή παραβίαση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 για τηναποζημιωτική ευθύνη των αεροπορικών εταιρειών, όπως ερμηνεύονται από το ΔΕΕ (με επίκληση σχετικής νομολογία).
[16] ΒΛ. Αντώνης Αργυρός « Η δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης
(Ν. 4055/2012, 4239/2014)»Σακκουλας 2015