«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Αγορά των μετασχηματιστών ισχύος – Προφορική συμφωνία κατανομής των αγορών (“Gentlemen’s Agreement”) – Περιορισμός του ανταγωνισμού “εξ αντικειμένου” – Φραγμοί εισόδου – Τεκμήριο συμμετοχής σε παράνομη σύμπραξη – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων (2006) – Σημείο 18»
Για να εμπίπτει μια συμφωνία στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, o διαζευκτικός χαρακτήρας της προϋποθέσεως αυτής, που εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει καταρχάς να εξεταστεί το αντικείμενο της συμφωνίας. Κατά συνέπεια, εφόσον αποδεικνύεται το θίγον τον ανταγωνισμό αντικείμενο μιας συμφωνίας, παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων της συμφωνίας αυτής επί του ανταγωνισμού. Σχετικά με τον χαρακτηρισμό μιας πρακτικής ως εξ αντικειμένου περιορισμού, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό ώστε να μην απαιτείται εξέταση των αποτελεσμάτων τους. Η νομολογία αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να λογίζονται, ως εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού.
Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, για να εκτιμηθεί αν μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιβλαβής ώστε να λογίζεται ως «περιορισμός του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου», υπό την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι συμφωνίες κατανομής των αγορών συνιστούν ιδιαιτέρως σοβαρή παράβαση του ανταγωνισμού. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι αυτές καθεαυτές οι συμφωνίες κατανομής των αγορών έχουν περιοριστικό του ανταγωνισμού αντικείμενο και εμπίπτουν σε μια κατηγορία συμφωνιών την οποία το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει ρητώς, εφόσον ένα τέτοιο αντικείμενο μπορεί να δικαιολογείται μόνο βάσει αναλύσεως του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά. Ως προς τις συμφωνίες αυτές, η ανάλυση του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η εν λόγω πρακτική μπορεί ως εκ τούτου να περιορίζεται στα όσα είναι απολύτως απαραίτητα προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου.
Εν προκειμένω, η Toshiba υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας την gentlemen’s agreement ως «περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου», χωρίς προηγουμένως να ελέγξει αν η τυχόν είσοδος στην αγορά του ΕΟΧ αποτελούσε οικονομικώς βιώσιμη στρατηγική για τους Ιάπωνες παραγωγούς. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το επιχείρημα της Toshiba κατά το οποίο η gentlemen’s agreement δεν ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ διότι οι Ευρωπαίοι και οι Ιάπωνες παραγωγοί δεν τελούσαν σε σχέση ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά. Στο πλαίσιο αυτό το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, αφενός, ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ αναφέρεται επίσης στον δυνητικό ανταγωνισμό, η gentlemen’s agreement ήταν σε θέση να περιορίσει τον ανταγωνισμό, πλην της περιπτώσεως που θα υφίσταντο ανυπέρβλητοι φραγμοί εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά οι οποίοι να αποκλείουν εντελώς τον δυνητικό ανταγωνισμό εκ μέρους Ιαπώνων παραγωγών. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι φραγμοί αυτοί δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ανυπέρβλητοι, πράγμα που αποδεικνυόταν από το γεγονός ότι η Hitachi είχε αναλάβει έργα προερχόμενα από εγκατεστημένους στην Ευρώπη πελάτες. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης, ότι η gentlemen’s agreement αποτελούσε «ισχυρή ένδειξη υπέρ της υπάρξεως σχέσεως ανταγωνισμού» μεταξύ των δύο κατηγοριών παραγωγών, πράγμα που, όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 100 των προτάσεών του, συνιστά κρίσιμο στοιχείο του οικονομικού και νομικού πλαισίου. Η κατά τα ανωτέρω όμως ανάλυση την οποία πραγματοποίησε το Γενικό Δικαστήριο είναι σύμφωνη προς τα κριτήρια που διατυπώθηκαν προκειμένου να διαπιστωθεί ο χαρακτήρας μιας παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ ως εξ αντικειμένου περιορισμού, χωρίς να απαιτείται διεξοδικότερη ανάλυση του σχετικού οικονομικού και νομικού πλαισίου (σκέψεις 23-36).
Η Toshiba προβάλλει, εσφαλμένη ερμηνεία του σημείου 18 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την ανάλυση της Επιτροπής κατά την οποία, εν προκειμένω, ο κατά τη διάταξη αυτή «σχετικός γεωγραφικός χώρος (ευρύτερος του ΕΟΧ)» μπορούσε να εκτείνεται όχι μόνο στα εδάφη του ΕΟΧ και της Ιαπωνίας, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή εξέδωσε τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, στο πλαίσιο της επιβολής των προβλεπόμενων στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 προστίμων, με σκοπό την εξασφάλιση της διαφάνειας και του αντικειμενικού χαρακτήρα των αποφάσεών της. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, το οποίο δικαιολογεί τη συνεκτίμηση της οικονομικής ισχύος της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως. Ειδικότερα, η επιδίωξη του εν λόγω επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, στην οποία γίνεται εκ νέου αναφορά στο σημείο 4 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, δικαιολογεί τη συνεκτίμηση της οικονομικής δυνατότητας της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλονται κυρώσεις.
Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να αξιολογεί, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου της καθώς και των σκοπών του καθεστώτος κυρώσεων το οποίο έχει θεσπίσει ο κανονισμός 1/2003, τις συνέπειες που πρέπει να έχουν οι κυρώσεις στην εμπλεκόμενη επιχείρηση, λαμβάνοντας υπόψη τον κύκλο εργασιών που αντικατοπτρίζει την πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως αυτής την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκε η παράβαση.
Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το σημείο 13 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, που αφορά τις παραβάσεις των οποίων η γεωγραφική έκταση δεν υπερβαίνει εκείνη του ΕΟΧ, προβλέπει ότι η αξία των πωλήσεων που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου είναι η αξία των σχετιζόμενων με την παράβαση πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση. Σκοπός του σημείου αυτού είναι να προσδιορίσει ως βάση αναφοράς για τον υπολογισμό του επιβαλλόμενου σε επιχείρηση προστίμου ποσό το οποίο αντικατοπτρίζει την οικονομική σημασία της παραβάσεως και το σχετικό βάρος της συγκεκριμένης επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως. Ομοίως, το σημείο 18 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, εισάγοντας παρέκκλιση από την οριοθέτηση του γεωγραφικού χώρου τον οποίο προβλέπει το σημείο 13 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, επιδιώκει να αντικατοπτρίσει κατά τον πλέον κατάλληλο τρόπο τη βαρύτητα και την οικονομική ισχύ της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως, προς εξασφάλιση επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου.
Εν προκειμένω, ερμηνεία της έννοιας του «σχετικού γεωγραφικού χώρου (ευρύτερου του ΕΟΧ)» που θα ελάμβανε υπόψη μόνο τα εδάφη τα οποία αφορά η παράνομη σύμπραξη θα αντέβαινε στον σκοπό του σημείου 18 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 καθώς και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003. Ειδικότερα, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, αν είχαν ληφθεί υπόψη μόνον οι πωλήσεις εντός του ΕΟΧ, η Toshiba θα είχε αποφύγει εντελώς την επιβολή προστίμου, δεδομένου ότι δεν είχε πραγματοποιήσει πωλήσεις εντός του ΕΟΧ κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς το οποίο χρησιμοποίησε η Επιτροπή. Εξάλλου, ακόμη και αν είχαν ληφθεί υπόψη οι πωλήσεις στην Ιαπωνία, μια τέτοια προσέγγιση θα είχε αγνοήσει το γεγονός ότι τα μέρη της gentlemen’s agreement είναι παραγωγοί μετασχηματιστών ισχύος οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειδικότερα, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, «αποτέλεσμα της gentlemen’s agreement ήταν η μη χρησιμοποίηση της παγκόσμιας ανταγωνιστικής δυναμικότητας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων προς όφελος της αγοράς του ΕΟΧ». Ο περιορισμός κατά συνέπεια του σχετικού γεωγραφικού χώρου στις δύο αυτές περιοχές δεν θα αντικατόπτριζε καταλλήλως τη βαρύτητα της συμμετοχής της επιχειρήσεως στη σύμπραξη και δεν θα εξασφάλιζε το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου. Επισημαίνεται ακόμη ότι, όπως υποστηρίζει ο γενικός εισαγγελέας, η λήψη υπόψη μόνο των εδαφών της Ιαπωνίας ή του ΕΟΧ θα συνεπαγόταν, κατ’ ουσίαν, την επιβράβευση των μετεχόντων στην gentlemen’s agreement για την τήρηση των όρων της παράνομης συμπράξεως, που προέβλεπε ακριβώς ότι τα μέρη έπρεπε να απέχουν πλήρως από τις πωλήσεις στο έδαφος της έτερης ομάδας επιχειρήσεων.
Βάσει των ως άνω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικυρώνοντας τη μέθοδο υπολογισμού του βασικού ποσού των προστίμων την οποία χρησιμοποίησε εν προκειμένω η Επιτροπή (σκέψεις 82-90).
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης σε: curia.europa.eu