ΔΕφΑθ 1824/2018
Με την 2989/15 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε η αρχική προσφυγή της προσφεύγουσας εταιρείας ως απαράδεκτη λόγω καταβολής ελλιπούς παραβόλου, χωρίς να τεθεί ζήτημα εφαρμογής της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 139Α του Κ.Δ.Δ., όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της ανωτέρω απόφασης (πριν αντικατασταθεί από την παρ. 6 του άρθρου 25 του Ν. 4509/17), αφού, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. αποφάσεις 210/15 και 1693/16 σε Συμβούλιο), στο προβλεπόμενο για τις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις αναλογικό παράβολο δεν είχε εφαρμογή το άρθρο 139Α του Κ.Δ.Δ. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ισχύοντος κατά τον ένδικο χρόνο άρθρου 24 του Ν.4274/2014, ότι η κρινόμενη προσφυγή, η οποία ασκήθηκε στις 10-5-16, δηλαδή εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση στην προσφεύγουσα της προαναφερόμενης τελεσίδικης απόφασης (που έγινε στις 11-3-16), ασκείται παραδεκτώς ως δεύτερη.
ΔΕφΠειραιώς 1088, 1089/2018
Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: το εδ. α΄ του άρθρου 277 ΚΔΔ θεσπίζει την γενική και καθολική υποχρέωση καταβολής παραβόλου για όλα τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, ανεξαρτήτως κατηγορίας διαφορών. Συνεπώς, η παραπομπή του άρθρου 70 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΔΔ στην παρ. 1 του άρθρου 277 ΚΔΔ έχει την έννοια της απαγορεύσεως επανασκήσεως προσφυγής για την περίπτωση εκείνη που η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω μη συμμορφώσεως του προσφεύγοντος με τη γενική υποχρέωση καταβολής παραβόλου. Η γενική υποχρέωση καταβολής παραβόλου και για την κατηγορία των χρηματικού περιεχομένου φορολογικών διαφορών δεν θεμελιώνεται στην παρ. 4 αλλά στην παρ. 1 του άρθρου 277 ΚΔΔ. Συνεπώς, η παρ. 4 του άρθρου 277ΚΔΔ προβλέπει τον τρόπο καταβολής του παραβόλου ειδικώς στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές διαφορές και στην οποία ακριβώς παραπέμπει το εδ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 277, καθόσον η παρ. 4 του εν λόγω άρθρου δεν θεσπίζει αυτοτελή έναντι του εδ. α΄της παρ. 1 υποχρέωση καταβολής παραβόλου για τις εν θέματι διαφορές. Απ’ αυτά παρέπεται ότι η παραπομπή του άρθρου 70 παρ. 1 εδ. β΄της παρ. 1 του άρθρου 277 ΚΔΔ ισχύει μόνον κατά το μέρος που συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 139Α σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Εάν η εφαρµογή του άρθρου 139Α αποκρούεται από άλλο κανόνα δικαίου δεν αίρεται ο κανόνας του άρθρου 70 παρ.1 εδ.β ΚΔΔ περί απαγορεύσεως επανασκήσεως προσφυγής στην περίπτωση που η πρώτη απερρίφθη επειδή ο προσφεύγων τήρησε πληµµελώς την υποχρέωση καταβολής παραβόλου (σχετ. η προσκομιζόμενη από 25.5.2017 γνωμοδότηση του Καθηγητή Πάνου Λαζαράτου). Όμως, είναι πρόδηλο ότι ως προς τις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, που αποτελούν σημαντική κατηγορία διοικητικών διαφορών ουσίας, τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και ως ποσοστό επί του συνόλου των υποθέσεων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά συγχρόνως, και κατηγορία υποθέσεων ιδιαίτερης σημασίας για την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας και των πολιτών της (βλ. ΣτΕ 761/2014 σκ.12), ο προσφεύγων, επί ποινή απαραδέκτου της προσφυγής, οφείλει, κατ’ άρθρο 277 παρ. 4 του ΚΔΔ, να τηρήσει τις προβλεπόµενες υποχρεώσεις του περί καταβολής πλήρους παραβόλου (1/3 κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου, 2/3έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης), χωρίς να έχει, εν προκειμένω, εφαρμογή το ως άνω άρθρο 139 Α του ΚΔΔ. (ΣτΕ 3832/2014σκέψη 12, ΣτΕ 210/2015τμήμα Β΄ σε συμβούλιο κατ’ άρθρο 34Α του π.δ. 18/1989).
Επειδή, όπως έγινε ερμηνευτικώς δεκτό στην 3η σκέψη της παρούσας απαγορεύεται η επανάσκηση προσφυγής, εφόσον η πρώτη απερρίφθη λόγω µη κατοβολής του προβλεπόµενου από τις κείµενες διατάξεις παραβόλου, ανεξαρτήτως του λόγου αυτής της απορρίψεως. Κατά τούτο η απαγόρευση επανασκήσεως προσφυγής σε περίπτωση εφαρµογής του άρθρου 277 παρ.1 ΚΔΔικ ισχύει ανεξαρτήτως του ποιες από τις κείµενες διατάξεις που διέπουν το ύψος και τον τρόπο καταβολής του παραβόλου παραβιάσθηκε ( παρ. 1 ή 4 του άρθρου 277 ΚΔΔ), ενώ η µη εφαρµογή του άρθρου 139 Α ΚΔΔ δεν αποτελεί λόγο άρσεως της απαγορεύσεως εττανασκήσεως προσφυγής, όταν εµφιλοχώρησε πληµµελής τήρηση της γενικής υποχρεώσεως καταβολής παραβόλου. Συνεπώς, στην κρινόμενη διαφορά που είναι φορολογική ως αφορώσα σε δημοτικά τέλη χρήσεως κοινόχρηστου χώρου και υπεδάφους, δεν υπήρχε υποχρέωση τηρήσεως του άρθρου 139Α στην ανοιγείσα με την από 10.4.2014 προσφυγή της προσφεύγουσας κατά των προσβαλλομένων και με την κρινόμενη προσφυγή πράξεων των οργάνων του Δήμου Περάματος δίκη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, αν και εμφιλοχώρησε πλημμελής τήρηση της υποχρεώσεως καταβολής παραβόλου από την προσφεύγουσα, σύμφωνα με τα γινόμενα δεκτά στην 3η σκέψη της παρούσας, με αποτέλεσμα η άσκηση της παρούσας προσφυγής να είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70 ΚΔΔ, καθώς αποτελεί δεύτερη προσφυγή κατά των ιδίων πράξεων που προσβλήθηκαν και με την με χρονολογία κατάθεσης 10.4.2014 προσφυγή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
ΔεφΘεσ/ικης 1507/2017
Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η δεύτερη προσφυγή που ασκείται μετά την ισχύ του ν. 4274/2014, δεν είναι, πλέον, παραδεκτή αν πριν από την έκδοση της απόφασης που απέρριψε την πρώτη προσφυγή για τυπικό λόγο είχε λάβει χώρα η, κατά τα ανωτέρω, ειδοποίηση (κλήση) του προσφεύγοντος να καλύψει – συμπληρώσει την τυπική παράλειψη, ήτοι, να άρει τη διαδικαστική πλημμέλεια που απετέλεσε, εν τέλει, τον κατ’ άρθρο 70 παρ. 1 «τυπικό λόγο» που προκάλεσε την απόρριψη της πρώτης προσφυγής. Κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η δεύτερη προσφυγή ειδικά επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, δεν είναι παραδεκτή μολονότι κατά τη συζήτηση της πρώτης προσφυγής δεν ειδοποιήθηκε ο προσφεύγων να συμπληρώσει τη διαδικαστική πλημμέλεια όσον αφορά το παράβολο, καθόσον η τυπική παράλειψη της μη καταβολής παραβόλου δεν μπορούσε να καλυφθεί εκ των υστέρων με την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 139Α του Κ.Δ.Δ., δεδομένου ότι ο προσφεύγων, επί ποινή απαραδέκτου της προσφυγής του, όφειλε, κατ’ άρθρο 277 παρ. 4 του ΚΔΔ, να τηρήσει τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις του περί καταβολής πλήρους παραβόλου (1/3 κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου, 2/3 έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης), χωρίς να έχει εφαρμογή το ως άνω άρθρο 139 Α του ΚΔΔ (ΣτΕ3832/2014-σκέψη 12- και 210/2015 σε συμβούλιο).Κατά την άποψη της εισηγήτριας, από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 70 του Κ.Δ.Δ και από το περιεχόμενο της εισηγητικής έκθεσης και συγκεκριμένα από το ότι «για λόγους αποφυγής επανόδου διαδίκων, στους οποίους δόθηκε η ευκαιρία συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων, αποκλείεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής» προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλησε να δώσει την ευκαιρία άσκησης δεύτερης προσφυγής και στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες δεν παρεχόταν η δυνατότητα κλήσης προς συμπλήρωση των τυπικών παραλείψεων, γιατί αυτό αποκλειόταν από το νόμο. Ειδικότερα, στις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις αποκλειόταν η εφαρμογή του άρθρου 139 Α΄ του Κ.Δ.Δ., καθώς επί ποινή απαραδέκτου της προσφυγής έπρεπε να τηρηθούν οι υποχρεώσεις καταβολής πλήρους παραβόλου (άρθρο 277 παρ.4 του Κ.Δ.Δ.) και, συνεπώς, δεν υπήρχε δυνατότητα πρόσκλησης προς κάλυψη της σχετικής παραλείψεως (ΣτΕ3832/2014-σκέψη 12- και 210/2015 σε συμβούλιο). Σ΄ αυτές, ακριβώς, τις περιπτώσεις που δεν υπήρχε η δυνατότητα κάλυψης της σχετικής παραλείψεως αφού αποκλειόταν από το νόμο, θέλησε ο νομοθέτης να δώσει τη δυνατότητα άσκησης δεύτερης προσφυγής για λόγους ασφάλειας δικαίου. Άλλωστε, εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε την εξαίρεση από την άσκηση δεύτερης προσφυγής και των περιπτώσεων απόρριψης των πρώτων προσφυγών κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 277 παρ.3 και 4 του Κ.Δ.Δ., θα το όριζε ρητώς όπως έπραξε για τις περιπτώσεις απόρριψης κατ΄ άρθρο 277 παρ.1 του Κ.Δ.Δ.
Η ΝΕΑ ΔΙΑΤΑΞΗ
Με το άρθρο 25 παρ.1 του ν.4509/2017 (ΦΕΚ Α΄201/22.12.2017) τροποποιήθηκε το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 70 του Κ.Δ.Δ., ορίστηκε δε ότι Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. Κατ` εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε τυπικό λόγο και σε κάθε περίπτωση, εκτός από αυτή της απόρριψής της ως εκπρόθεσμης, καθώς και όταν ο προσφεύγων κλήθηκε κατ` εφαρμογή των άρθρων 28 παράγραφος 3, 139A και 277 παράγραφος 1 του παρόντος Κώδικα. Κατά τη παρ.3 του αυτού άρθρου και νόμου, η ανωτέρω ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, δύναται δε να ασκηθεί δεύτερη εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Δεύτερη προσφυγή δεν δύναται να ασκηθεί αν έχουν περάσει τρία (3) έτη από τη δημοσίευση της απορριπτικής απόφασης.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση η προτεινόµενη ρύθµιση διασαφηνίζει πλήρως την εφαρµογή του άρθρου 70, όπως αυτό τροποποιήθηκε µε τη διάταξη του άρθρου 24 του ν. 4274/2014, καθώς καθίσταται εφαρµοστέα σε όλες γενικά τις κατηγορίες υποθέσεων, συµπεριλαµβανοµένων των φορολογικών διαφορών, ώστε να αρθούν οι αµφιβολίες που ανέκυψαν στη νοµολογία ειδικά ως προς τη συµπλήρωση του παραβόλου στις φορολογικές διαφορές.