ΣτΕ1875/2015 Στ Τμήμα (παρ.7μ). Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 1 Α περ. i και ii του Κ.Δ.Δ., ερμηνευομένων σε συνδυασμό προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η άκυρη επίδοση στον υπόχρεο της καταλογιστικής πράξεως, ήτοι πράξεως κοινοποιητέας κατά το νόμο, δεν δύναται να αποτελέσει αρχή αποδείξεως πλήρους γνώσεως της πράξεως αυτής από εκείνον, περί ης προβλέπει η ως άνω περ. ii, και, επομένως, από την εν λόγω άκυρη επίδοση δεν αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής από τον υπόχρεο ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση καταλογισθείσης φορολογικής επιβαρύνσεως εις βάρος του. Τούτων έπεται ότι, εν προκειμένω, η ακυρότητα της εκθέσεως επιδόσεως λόγω μη αναγραφής σ’ αυτήν της ιδιότητας του επιδόσαντος οργάνου συνεπάγεται το μη νόμιμον της προς την αναιρεσίβλητη γενομένης επιδόσεως της καταλογιστικής πράξεως και, ως εκ τούτου, η επίδοση αυτή, εφόσον δεν είναι έγκυρη, δεν κίνησε την εξηκονθήμερη προθεσμία προς άσκηση προσφυγής κατά της εν λόγω πράξεως και, επομένως, ορθώς τα δικαστήρια της ουσίας ακύρωσαν την ένδικη πράξη ταμειακής βεβαιώσεως, λόγω μη οριστικοποιήσεως της σχετικής οφειλής (ΣτΕ 2325/2014, 3661/2011, 179/2010). Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητος του εν λόγω ζητήματος και ενόψει της αντίθετης νομολογίας επί των ως άνω διατάξεων (ΣτΕ 169/2015 7μ., πρβλ. και ΣτΕ 2436/2012 7μ., 3575/2013), το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στην επταμελήσύνθεση.
ΣτΕ 169/2015 Α7μ Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 66 παρ. 1 περ. Α υποπερ. α του Κ.Δ.Δ., προβλέπεται μεν ως αφετηρία της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, κατ’ αρχήν, η σύννομη κοινοποίηση της πράξεως στον ενδιαφερόμενο, δεν αποκλείεται όμως η σχετική προθεσμία να αρχίζει από την αποδεδειγμένη πλήρη γνώση του περιεχομένου της προσβαλλομένης πράξεως σε περίπτωση που είτε δεν έγινε η προβλεπόμενη κοινοποίηση, είτε αυτή που έγινε δεν ήταν νόμιμη, ακόμη και αν πρόκειται για πράξη κοινοποιητέα σύμφωνα με τη σχετική ειδική νομοθεσία που την διέπει (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3575-7/2013, 7μ. 2436-7/2012, Ολομ. 2034-6/2011, 193, 1309/2006, 3696/2005, 627/2002, 7μ. 3761/1999, 537-540/1998, 3220/1990, πρβλ. και Σ.τ.Ε. 1797/2000, 589, 2188/1972). Περαιτέρω, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, απαιτείται για την κίνηση της εν λόγω προθεσμίας αποδεδειγμένη [δηλαδή προκύπτουσα είτε από συγκεκριμένα στοιχεία του φακέλου ή συγκεκριμένα και αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν βέβαιη δικανική πεποίθηση (βλ. Σ.τ.Ε. 120-3/2014), είτε συνομολογούμενη από τον ίδιο τον προσφεύγοντα] και πλήρης γνώση της προσβαλλομένης πράξεως, ως τέτοιας νοουμένης της γνώσεως ολόκληρης της πράξεως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 604/1995 7μ.) και των αιτιολογιών της (βλ. Σ.τ.Ε. 1484/2010, καθώς και Σ.τ.Ε. 246/2008, 981, 1079/2011), ώστε να είναι δυνατόν να ελεγχθεί από τον ενδιαφερόμενο το νόμιμο ή μη της πράξεως και συνεπώς η δυνατότητα ασκήσεως κατ’ αυτής προσφυγής (βλ. Σ.τ.Ε. 246/2008, 981, 1079/2011). Θεωρείται επίσης ότι ο προσφεύγων έχει λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου της πράξεως όχι μόνον όταν συνομολογεί την ύπαρξή της και το περιεχόμενό της, αλλά και όταν συνομολογεί ότι εχώρησε επίδοση της πράξεως σ’ αυτόν σε συγκεκριμένο χρόνο χωρίς αμφισβήτηση του κύρους της επιδόσεως (βλ. Σ.τ.Ε. 193/2006). Εξάλλου, από την ως άνω διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 περ. Α υποπερ. α στοιχ. ιι του Κ.Δ.Δ. συνάγεται ότι τα δικαστήρια της ουσίας δεν έχουν τη δυνατότητα να συναγάγουν τεκμήριο πλήρους γνώσεως από μόνη την πάροδο μακρού χρόνου από την έκδοση της πράξεως σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον του προσφεύγοντος για την τύχη της υποθέσεώς του κατά τη διοικητική διαδικασία, προκειμένου να κινηθεί η εν λόγω προθεσμία. Τέλος, η ρύθμιση του άρθρου 66 παρ. 1 περ. Α υποπερ. α στοιχ. ιι του Κ.Δ.Δ., με την οποία προβλέπεται η αποδεδειγμένη πλήρης γνώση της προσβαλλομένης πράξεως ως αφετηρία της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατ’ αυτής (είτε σε περίπτωση που οι διατάξεις που διέπουν την έκδοση της πράξεως δεν προβλέπουν ρητώς την επίδοσή της σ’ αυτούς τους οποίους αφορά, είτε σε περίπτωση επιδοτέας κατά νόμον πράξεως και μη κοινοποιήσεώς της ή μη νόμιμης κοινοποιήσεώς της στον ενδιαφερόμενο), δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α., η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), με τα οποία κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης (βλ. Σ.τ.Ε. 1484/2010, πρβλ. Σ.τ.Ε. 2436-7/2012 7μ., 2034-6/2011 Ολομ.).(Και μειοψηφία, κατά την οποία, από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι, αν η νομοθεσία που διέπει την προσβαλλόμενη με προσφυγή πράξη προβλέπει ρητώς την επίδοση της πράξεως, για να αρχίσει η προθεσμία για την προσβολή της πράξεως αυτής απαιτείται να έχει επιδοθεί (νομίμως) η πράξη στον ενδιαφερόμενο και δεν αρκεί να έχει αυτός πλήρη γνώση του περιεχομένου της).